Μαζί με την πολιτική της μεταπολίτευσης , το «όχι» αποκάλυψε και το τέλος της δημοσιογραφίας της μεταπολίτευσης.
Όχι, το πρόβλημα δεν είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφίας διαφώνησε μ ε τον Τσίπρα και το δημοψήφισμα του. Δικαίωμα της να διαφωνεί και με την κυβέρνηση και με το «όχι»!
Το πρόβλημα είναι ότι βρέθηκε σε απόλυτη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Το 62% έδειξε ότι τα ΜΜΕ (επιχειρηματίες, αναλυτές, δημοσιογράφοι) δεν είχαν εικόνα της πραγματικότητας ή αν είχαν κάποια, θέλησαν δια της προπαγάνδας να την αλλάξουν. Το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Η δημοσιογραφία απέτυχε να διαγνώσει το πρόβλημα , απέτυχε να το παρουσιάσει και έκανε επίθεση στην κυβέρνηση χωρίς να γνωρίζει το πεδίο της αντιπαράθεσης και τις πραγματικές διαθέσεις του κόσμου. Διότι απεδείχθη πως ακόμα και ορισμένοι απ αυτούς που στήθηκαν στα ΑΤΜ είπαν «όχι». Αν η δημοσιογραφία (επιχειρηματίες , αναλυτές, δημοσιογράφοι) γνώριζε την αληθινή εικόνα (πραγματικότητα) και παρ όλα αυτά επετέθη με τον τρόπο που το έκανε, τότε διέπραξε διπλό έγκλημα και σε βάρος των πολιτών και σε βάρος του εαυτού της.
Βρέθηκε λοιπόν σε απόλυτη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Δεν μπόρεσε να διαγνώσει την αλήθεια της κατάστασης, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, άρα δεν μπόρεσε να επιδράσει στο αποτέλεσμα. Γιατί αυτό ήθελε . Να στηρίξει το «ναι» και να ρίξει την κυβέρνηση Τσίπρα, οδηγώντας τον ίδιο στην έξοδο. Η επιθετικότητα τη είχε αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί πολύ απλά ηταν μακριά από την πραγματικότητα η αδιαφόρησε επιδεικτικά γι αυτήν.
Η άχρηστη δημοσιογραφία βεβαίως και προσωποποιείται , στους παρουσιαστές ή στους σχολιαστές των καναλιών ή στους αναλυτές των εφημερίδων. Το θέμα όμως δεν είναι ποινικό. Είναι πολιτικό (λειτουργία της δημοκρατίας) , είναι επιχειρηματικό, είναι θέμα ρόλου της ίδιας της δημοσιογραφίας.
Η δημοσιογραφία της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης (όπως ονομάστηκε το 1988-89) ακολούθησε την μοίρα του πολιτικού συστήματος και του συστήματος της διαφθοράς. Πρώτα γιγαντώθηκε με τα κρατικά λεφτά και όταν απαιτήθηκε να φανεί χρήσιμο, έδειξε παντελώς ακατάλληλο.
Από το 2000 έχει διαπιστωθεί ότι η επιρροή των μεγάλων καναλιών είναι αντιστρόφως ανάλογη με την αλήθεια και τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν ανάποδα από τα προτεινόμενα, οι πολιτικές επιλογές επίσης. Ότι υποστήριξαν τα μεγάλα κανάλια και οι μεγάλες εφημερίδες , ο κόσμος έκανε το ακριβώς αντίθετο. Η αποτυχία της δημοσιογραφίας, αναδεικνύει την ανάγκη της απόλυτης αναδιοργάνωσης της, ώστε να βρεθεί στον ίδιο βηματισμό με την πραγματικότητα, άρα να είναι χρήσιμη. Έστω στους εργοδότες της. Γιατί πλέον ούτε σ αυτούς δεν είναι, με πρώτη ευθύνη των ίδιων των εργοδοτών-επιχειρηματιών.