Η συνάντηση Μέρκελ –Τσίπρα στο Βερολίνο θα γίνει στις 23 Μαρτίου. Δηλαδή τρείς ημέρες μετά την Σύνοδο Κορυφής. Καθόλου τυχαία. Η Καγκελάριος με την κίνηση αυτή, στέλνει το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι είναι η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη και κάθε λύση ή μη λύση περνά από τις αποφάσεις της. Oύτε από την Σύνοδο Κορυφής, ούτε από το Eurogroup. Πράγματι την αλήθεια αυτή την ξέρουν όλοι στην Ευρώπη. Η Γερμανία είναι κυρίαρχη, άτρωτη δεν είναι. Το να μην καταρρεύσει η Ελλάδα ενδιαφέρει την Γερμανία και τα συμφέροντά της. Χωρίς την Ευρωζώνη η Γερμανία δεν θα είναι κυρίαρχη. Όλα τα υπόλοιπα είναι αναγνώσματα για λαική κατανάλωση. Ίσως η συνάντηση αυτή θα έπρεπε να είναι η πρώτη του πρωθυπουργού και όχι η τελευταία, προ του αδιεξόδου. Ίσως πάλι οι εξελίξεις και οι εμπειρίες καθοδηγούν πολλές φορές πιο σωστά την πολιτική.
Η συνάντηση του Βερολίνου θα είναι καθοριστική και για την Ελλάδα και για το μέλλον της Ευρωζώνης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει άμεση ανάγκη από ρευστότητα, η Γερμανία έχει ανάγκη από μία διέξοδο που να διασφαλίζει τα γερμανικά συμφέροντα , έστω και με κάποιους συμβιβασμούς. Πολιτικό ήταν πάντα το πρόβλημα, πολιτική λύση θα δοθεί με τους αναγκαίους φυσικά οικονομικούς όρους. Το θέμα ωστόσο που ανακύπτει είναι αν θα επιδιωχθεί μια μικρή αποσπασματική συμφωνία ή μια συνολική συμφωνία που να οδηγεί σε λύση διαρκείας, καθώς είναι φανερό ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει κουράσει τους ξένους, ΗΠΑ και ΕΕ, αλλά έχει διαλύσει την Ελλάδα. Κατά συνέπεια, η λογική οδηγεί σε μια συνολική συζήτηση με στόχο μια μακρόχρονη συμφωνία που μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά και εντός των ευρωπαικών θεσμών για να έχει την αναγκαία νομιμοποίηση. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι φανερό, ότι έφθασε τα πράγματα εκεί που ήθελε. Με τον αντιγερμανισμό του, με τον ανταρτοπόλεμο εντός της ΕΕ, με τις αρνήσεις και τις δολιχοδρομίες κατάφερε να φθάσει η συζήτηση στο επίπεδο Αθήνας –Βερολίνου. Η συνάντηση με την Μέρκελ θα είναι μια δοκιμασία. Γιατί η Καγκελάριος δεν πρόκειται να δώσει τίποτα αν δεν πάρει ισχυρά ανταλλάγματα. Άρα, το πλεονέκτημα του Τσίπρα μπορεί να γίνει μειονέκτημα, αν τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει η Μέρκελ θα είναι τόσο ισχυρά που δεν θα μπορεί να τα δώσει και έτσι θα γυρίσει στην Αθήνα για να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Η αμέσως επόμενη κλίμακα είναι μια συμφωνία που θα μπορεί να περάσει από την κοινοβουλευτική ομάδα και το κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που σημαίνει ότι η διέξοδος θα είναι ορατή. Η Οικονομία είναι πολύ σημαντική για να την αφήσουμε στους οικονομολόγους θα έλεγε κάποιος σοφός. Εδώ και τέσσερα –πέντε χρόνια, οι οικονομολόγοι έχουν «καταστρέψει» τις οικονομίες , έχουν κυριαρχήσει έχουν οδηγήσει τα πράγματα σε σημείο που να απαιτείται η καταλυτική παρέμβαση της πολιτικής. Που πρέπει να πάρει αποφάσεις , όχι με αυστηρά οικονομικά κριτήρια, αλλά με πολιτικά και γεωπολιτικά, με όραμα και σχέδιο για την ανασυγκρότηση της Ευρωπαικής Ένωσης , για να αλλάξει το σκηνικό. Υπό αυτή την έννοια, η συνάντηση Τσίπρα –Μέρκελ μπορεί να προσφέρει πολλά και στις δύο χώρες και στην ΕΕ. Αν αποτύχει, οι ευθύνες θα είναι ιστορικές γιατί οι εξελίξεις στη συνέχεια θα είναι εφιαλτικές.