Κατά τις έντονες διεργασίες των τελευταίων ημερών για το μακεδονικό, όλες οι δυνάμεις της χώρας, πολιτικές , κοινωνικές , πανεπιστημιακοί και ενεργοί πολίτες, είτε συμφωνούσαν , είτε διαφωνούσαν, δήλωσαν την παρουσία τους. Όλοι πλην ενός. Του Κώστα Καραμανλή, τον οποίο μάλιστα ο λαός τίμησε δύο φορές με την ψήφο του και τον ανέδειξε στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Ο πολιτικός «απόπλους» του Κώστα Καραμανλή διαρκεί πλέον οκτώ χρόνια. Κατά κοινή ομολογία , ο Καραμανλής «λιποτάκτησε» μέσω των εκλογών για να μην χρεοκοπήσει η Ελλάδα στα χέρια του. Διετέλεσε πρωθυπουργός από το 2004 μέχρι το 2009, αλλά δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη για τις πράξεις και παραλείψεις του, για την άθλια και καταστροφική πρωθυπουργία του. Έκτοτε , επίσημα σιωπά, δεν δικαιολογεί ούτε τον βουλευτικό μισθό του, ανεπίσημα όμως προσπαθεί να είναι παρών μέσω συνεχών διαρροών για τις σκέψεις, τις θέσεις ή τις προθέσεις του.
Είναι μια εικόνα ντροπής. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απαξιωτικό για έναν πολιτικό που περιβλήθηκε με το μύθο του ονόματος, το οποίο φυσικά και δεν τίμησε, να αυτοαποκαλείται από τις διεργασίες και τον δημόσιο πολιτικό βίο, μόνο και μόνο για ιδιοτελείς λόγους . Ο Καραμανλής πιστεύει ότι ο λαός ξεχνά και ελπίζει ότι κάποια στιγμή η χώρα θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο και θα τον καλέσει, όπως και τον Θείο του Κ. Καραμανλή, να την σώσει.
Ο Καραμανλής κυβέρνησε με παροιμιώδη αδράνεια και αναποφασιστικότητα, ενώ διέσωσε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και βύθισε στο Αιγαίο κάθε ελπίδα μιας αξιοπρεπούς διευθέτησης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων ακυρώνοντας το Ελσίνκι, χωρίς να το αντικαταστήσει με μια νέα στρατηγική. Ταυτόχρονα, διευκόλυνε αφάνταστα την Τουρκία να μην αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία το 2005 εφαρμόζοντας το Πρωτόκολλο της Άγκυρας, όπως είχε υποχρέωση να κάνει και ψήφισε εν λευκώ υπέρ της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας. Ούτε καν πάγωσε κάποια κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων όπως έκαναν η Γαλλία και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Επί τριήμερο στη βουλή , κατά την συζήτηση για την πρόταση μομφής της ΝΔ, ο Καραμανλής και η κυβέρνησή του βρέθηκαν στο επίκεντρο έντονης κριτικής , αλλά και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς. Η κυβέρνηση Τσίπρα μη έχοντας δική της θέση, μετατόπισε την πολιτική συζήτηση στις θέσεις της κυβέρνησης Καραμανλή, θέλοντας να εξασφαλίσει την αποδοχή της πολιτικής της στο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας, ελπίζοντας μάλιστα και σε διάσπαση της ΝΔ. Η κυβέρνηση αποθέωσε την στάση του στο Βουκουρέστι, μια στάση αμφιλεγόμενη καθώς οι εξελίξεις, κυρίως ο Σαρκοζί, τον απάλλαξαν από την ευθύνη των διαπραγματεύσεων. Έτσι , μέσω διαρροών και πάλι είπε ότι τον εκφράζει η ομιλία της Ντόρας Μπακογιάννη και ότι η τότε κυβέρνηση , το 2008 είχε άλλη στάση από την σημερινή, εννοώντας προφανώς την συνεννόηση που είχε επιδιώξει. Δηλαδή τίποτα, προφανώς γιατί η κυβέρνηση του είχε διαμηνύσει ότι θα δώσει στη δημοσιότητα και δικά του έγγραφα και επιστολές, με την δική του υπογραφή για τις πραγματικές θέσεις του για το μακεδονικό. Έτσι λούφαξε και η κυβέρνηση έκανε το παιχνίδι της επικεντρώνοντας στη Ντόρα Μπακογιάννη και τον Σαμαρά, αφήνοντας έξω τον Καραμανλή.
Πιστός στον αυτοαποκλεισμό του δεν τόλμησε να πάρει τον λόγο και να υπερασπιστεί την κυβέρνησή του . Το χειρότερο είναι ότι δεν ανέβηκε στο βήμα της βουλής, όχι μόνο για να απαντήσει, αλλά κυρίως να μιλήσει για το μέλλον, να καταθέσει τις σκέψεις του για το μέλλον των Βαλκανίων, την ελληνική εξωτερική πολιτική, τις ανατροπές που εξελίσσονται στην ΕΕ, να δηλώσει δημόσια ότι αν η χώρα τον χρειάζεται είναι παρών.
Όμως τίποτα. Αποδείχθηκε όμως για μια ακόμη φορά ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται τον Κ. Καραμανλή. Ότι είναι ανάξιος της εμπιστοσύνης που του έδειξε ο λαός. Αν ο ίδιος δεν ντρέπεται για την κατάντια του, δεν υπάρχει λόγος να ασχολείται μαζί του κανείς πλέον. Και να είναι βέβαιος, ότι ο λαός έχει πιο σοβαρά πράγματα που τον απασχολούν από το να καλέσει τον Καραμανλή να τον ξανα-κυβερνήσει.
Από την πρωθυπουργία στην αδράνεια, από την αδράνεια στην απόσυρση.