του Σωτήρη Σιδέρη
Επί εβδομάδες, ασυγκράτητος στις δηλώσεις του για την αδιαπραγμάτευτη ταυτότητα της χώρας του και του λαού του, με πλήθος κόκκινων γραμμών , ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ζ. Ζάεφ, άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από την λογική και τελικά γίνεται τόσο θρασύς που πορεύεται προς στην απέναντι πλευρά. Την πλευρά του λάθους. Η Αθήνα επιμένει σχεδόν ενοχικά στην ανάγκη λύσης, αλλά εκτιμάμε ότι η στάση αυτή είναι φθάνει σε οριακό σημείο.
Σχεδόν καθημερινά στα Σκόπια και στις περιοδείες του ανά την Ευρώπη, ο Ζόραν Ζάεφ και υπερηφανεύεται για την μακεδονική του ταυτότητα δηλώνοντας ότι δεν την απεμπολεί και ταυτόχρονα δηλώνει ότι το σύνταγμα δεν αλλάζει. Την ίδια στιγμή και αυτό είναι δείγμα θράσους πλέον , επισημαίνει ότι δεν πρέπει να μπαίνουν κόκκινες γραμμές στην διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Με απλά λόγια, ο ίδιος βάζει κόκκινες γραμμές , όσες θέλει για τον εαυτό του και την ΠΓΔΜ και την ίδια στιγμή απαιτεί από την Ελλάδα να μην θέτει κόκκινες γραμμές!
Αυτά προφανώς δεν είναι αρκετά για να ικανοποιηθεί και να τελικά να προσέλθει για μια λύση στη διένεξή του με την Ελλάδα. Εμφανίζει ως δική του πρόταση αυτό που εδώ και καιρό συζητείται , δηλαδή να υπάρξει μια διεθνής συμφωνία , και η οποία , όπως έχει γνωστό τουλάχιστον, θα προβλέπει ότι η ΠΓΔΜ θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ όταν επιλυθεί οριστικά η διένεξη με την Ελλάδα, αφού πρώτα αλλάξει το σύνταγμά της. Τώρα όμως ο Ζάεφ αφήνει να εννοηθεί πως το σύνταγμα δεν θα αλλάξει ούτως ή άλλως.
Είναι προφανές, ότι ο Ζάεφ έχοντας εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την στήριξη της ΕΕ , του ΝΑΤΟ και πολλών χωρών σε διμερές επίπεδο και για την ένταξη στη συμμαχία και για την απρόσκοπτη ευρωπαική της προοπτική , σκληραίνει την στάση της έναντι της χώρας μας. Ο Ζάεφ παρατηρεί ότι η Ελλάδα είναι , ακόμη και έναντι των Σκοπίων ο αδύναμος κρίκος, μια χώρα που δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια διαπραγμάτευση και έτσι τροποποιεί συνεχώς την τακτική του, εκθέτοντας την Αθήνα.
Ο Ζάεφ δήλωσε ότι η αλλαγή του συντάγματος δεν αποτελεί μόνιμη εγγύηση για την Ελλάδα, γιατί « ότι αλλάξει μπορεί να επανέλθει» Για τον λόγο αυτό πρότεινε , ως βιώσιμη λύση για το θέμα του ονόματος, την υπογραφή και κύρωση μίας διεθνούς συμφωνίας, αντί της αλλαγής του Συντάγματος της χώρας του. Προφανώς κάποιοι στην Αθήνα έχουν άποψη τι συμφέρει την Ελλάδα, αλλά ορισμένες φορές η δημόσια απάντηση είναι πιο αποτελεσματική και από την ιδανική μυστική διαπραγμάτευση. Και αυτή η απάντηση απουσιάζει δυστυχώς εκ μέρους της Αθήνας. Κάποιος μπορεί να πει στον Ζάεφ ότι αν γίνει αναθεώρηση του συντάγματος και στο μέλλον επιχειρεί η εκ νέου αλλαγή του, τότε η χώρα του θα εκδιωχθεί από την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ ή τον ΟΗΕ. Ασφαλιστικές δικλείδες υπάρχουν αμέτρητες. Λογική δεν φαίνεται να υπάρχει.
Δεν έχουμε σαφή εικόνα τι θα κάνει η Ελλάδα, υποπτευόμαστε όμως ότι η Αθήνα βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση με τόσα προβλήματα στο προσκήνιο. Ωστόσο έναντι των Σκοπίων , η Ελλάδα δεν έχει πολλά να χάσει σε σχέση με την ΠΓΔΜ και αυτό το πρίσμα προκαλεί ερωτηματικά η έπαρση του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ.
Αν ο Ζάεφ πιστεύει ότι είναι η νέα υπερδύναμη στα βαλκάνια και ότι μπορεί να περιφέρεται στην περιοχή θεωρώντας τις απόψεις του γεγονότα, μάλλον θα απογοητευθεί. Γιατί κάποια στιγμή, ο πρωθυπουργός στην Αθήνα, κόμματα και κοινωνία που μέχρι τώρα κινούνται πλειοψηφικά υπέρ ενός λογικού και αξιοπρεπούς συμβιβασμού θα αλλάξουν τακτική και θα την προσαρμόσουν στην τακτική του Ζάεφ. Ορισμένες φορές μάλιστα, στην πολιτική, δεν είναι οι πρωθυπουργοί , ούτε οι υπουργοί που καθορίζουν τις εξελίξεις, αλλά κινήματα πολιτικές, κοινωνικές δυνάμεις, φορείς ιδεών και πνευματικοί άνθρωποι που θα αντιδράσουν και θα είναι αυτοί που θα καθοδηγήσουν τις επιλογές της κυβέρνησης.
Με απλά λόγια, ο Ζάεφ δείχνει , και μακάρι να κάνουμε λάθος, ότι η αρχική του τακτική έχει αλλάξει, ότι η λογική υποχωρεί και αχνοφέγγει η αλαζονεία . Δηλαδή βρίσκεται ένα βήμα πριν το λάθος, υποτιμώντας την αντίδραση της Ελλάδας και των Ελλήνων . Και αν δεν βρεθεί μια λογική λύση ούτε αυτή τη φορά, δεν είναι το θέμα της ονομασίας η μόνη εκκρεμότητα, ούτε η αλλαγή του συντάγματος το δεύτερο αίτημα. Θα υπάρξει γενικευμένη κρίση στις διμερείς σχέσεις που δεν θα ωφελήσουν ούτε την Ελλάδα, αλλά λιγότερο, ούτε την ΠΓΔΜ περισσότερο. Γιατί δυστυχώς, όταν αποτυγχάνει ο διάλογος η κρίση οξύνεται. Και αυτό θα είναι πραγματικό πρόβλημα.
.