Τα όσα διαδραματίζονται στα δυτικά βαλκάνια με πρωταγωνιστές κυρίως τους Αλβανούς και το αλυτρωτικό τους σχέδιο, θα έπρεπε ήδη να έχουν ξεσηκώσει τους ευρωπαικούς θεσμούς , αλλά και τις γειτονικές χώρες, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα. Το γεγονός ότι αυτό δεν συμβαίνει προκαλεί μείζονα ερωτηματικά για το μέλλον της περιοχής και την διατήρηση της σταθερότητας . Η πρόταση του Ράμα για κοινό πρόεδρο Αλβανίας –Κοσσόβου και η προώθηση λειτουργίας κοινών πρεσβειών και άλλων πολιτικών, δείχνουν την κατεύθυνση των εξελίξεων που δυστυχώς έως τώρα αφήνουν αδιάφορο το διεθνές σύστημα, είτε γιατί υποβαθμίζει το πρόβλημα, είτε γιατί το υποδαυλίζει .
Η μονοσήμαντη ελληνική θεώρηση ότι ο αλυτρωτισμός της ΠΓΔΜ εμπεριέχει τον κίνδυνο ρήξης στο μέλλον γι αυτό και επιδιώκει την αλλαγή του συντάγματος, υποβαθμίζει τον παράλληλο, αλλά ουσιαστικό κίνδυνο που απειλεί την σταθερότητα και την ειρήνη στα δυτικά βαλκάνια που δεν είναι άλλος από την αλυτρωτική ιδεολογία των Αλβανών όπως καταγράφηκε για μια ακόμη φορά στο Κόσσοβο την περασμένη εβδομάδα. Η εθνικιστική ρητορική των Αλβανών έναντι της Ελλάδας, της Σερβίας, της ΠΓΔΜ ενίοτε και του Μαυροβουνίου οξύνεται όσο πιο κοντά πλησιάζουν την ΕΕ και τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης.
Η Ελλάδα που με αυταρέσκεια αυτοσυστήνεται ως πρωταγωνιστική δύναμη στα βαλκάνια οφείλει να έχει κοινή στρατηγική για το ίδιο πρόβλημα, αλλά δεν έχει καμία απολύτως στρατηγική, ούτε αν τακτική. Η Αθήνα οφείλει να αναβαθμίσει τη θέση της για την αντιμετώπιση κάθε αλυτρωτικής ιδέας απ΄όπου και αν προέρχεται , πράγμα που σημαίνει ότι σε όλες τις χώρες της περιοχής πρέπει να γίνει συνταγματικός κανόνας η μη αλλαγή συνόρων. Σε κάθε περίπτωση μια δεσμευτική , διεθνής συμφωνία κατά της αλλαγής συνόρων, κατά της καλλιέργειας αλυτρωτικών ιδεών στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, σε συνδυασμό με συνταγματικές προσαρμογές, όπως απαιτούμε για την ΠΓΔΜ, πρέπει να είναι μια και ενιαία πολιτική , αν θέλουμε να αποφύγουμε μελλοντικές περιπέτειες.
Το εθνικιστικό ντελίριο του πρωθυπουργού της Αλβανίας Έντι Ράμα στην βουλή του Κοσσόβου με την ευκαιρία συμπλήρωσης δέκα ετών από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (17 Φεβρουαρίου 2008), προκαλεί εύλογες ανησυχίες. Ο Ράμα διατύπωσε μια νέα θέση , σύμφωνα με την οποία η Αλβανία και το Κόσσοβο, πέρα από την κοινή εξωτερική πολιτική, θα πρέπει να έχουν και τον ίδιο πρόεδρο. Προτείνει δηλαδή να γίνει ένα ακόμη βήμα για την συνένωση των δύο κρατών, παρά τις πολυπληθείς αντίθετες διακηρύξεις της ΕΕ. Η σιωπή των Βρυξελλών, του Βερολίνου και των Παρισίων είναι πιο ανησυχητική και από τα οράματα του Ράμα.
«Η Αλβανία και το Κόσσοβο θα έχουν κοινή εξωτερική πολιτική και όχι μόνο κοινές πρεσβείες και διπλωματικές αποστολές. Γιατί να μην έχουν και έναν πρόεδρο, ως σύμβολο της εθνικής ενότητας και της κοινής πολιτικής στην εθνική ασφάλεια» , είπε Ράμα. Πρόσθεσε ότι για την ώρα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί η ιδέα αυτή ωστόσο, σημείωσε, «κάθε όνειρο είναι πραγματοποιήσιμο».
Φυσικά και είναι, αν σκεφθεί κανείς ότι μέσα σε δέκα χρόνια το Κόσσοβο, παρά το γεγονός ότι κυριαρχείται από διαφθορά, διαπλοκή και υπόκοσμο, ατενίζει την είσοδό της στην ΕΕ σε λίγα χρόνια, έγινε κράτος συνομιλητής των μεγάλων κέντρων Δύσης, ενοποιείται με την Αλβανία , είναι στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ , συνομιλεί άνετα με τις Βρυξέλλες και ταυτόχρονα , το αλβανικό στοιχείο συντηρεί την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας.
Προκαλεί αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι η Άγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι θα συστήσει στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Κύπρο, την Σλοβακία και την Ρουμανία να αναγνωρίσουν το Κόσσοβο και κανείς δεν απάντησε τι συμβαίνει στο Κόσσοβο.
Ο Ράμα είπε ακόμη ότι «το Κόσσοβο και η Αλβανία, αν και τυπικά είναι δύο ξεχωριστές διοικητικές οντότητες, αποτελούν μέρος της ίδιας ιστορικής αφήγησης, ενός κοινού εθνικού συναισθήματος και εγγενούς πολιτικού συμφέροντος».
Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας τόνισε, στην ομιλία του στην βουλή του Κοσόβου, ότι τα Τίρανα και η Πρίστινα εργάζονται από κοινού για τη δημιουργία ενιαίας τελωνειακής, εμπορικής και οικονομικής ένωσης ενώ σύντομα θα υπάρξει και ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα.
Όσο η ΕΕ, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ , αλλά και οι βαλκανικές χώρες αδυνατούν , υποβαθμίζουν, ή δεν θέλουν να επιβάλλουν κανόνες καλής γειτονίας και σεβασμού των συνόρων , βασικά έναν πολιτικό ορθολογισμό στην Αλβανία και το Κόσσοβο, είναι απολύτως βέβαιο ότι η απειλή συγκρούσεων στα δυτικά βαλκάνια, είναι ένας απολύτως υπαρκτός κίνδυνος.
Με μεγάλη ταχύτητα η ΕΕ και οι μεγάλες χώρες, παρά τις υποκριτικές επιφυλάξεις της Γερμανίας, προωθούν την ένταξη των χωρών της δυτικών βαλκανίων στην ΕΕ, παρά το τεράστια προβλήματα δημοκρατίας, οικονομίας, θεσμών, αλλά και αλυτρωτισμών. Η δήλωση Γιούνκερ ότι θα πρέπει να επιλυθούν τα συνοριακά προβλήματα πριν την ένταξη στην ΕΕ είναι επιφανειακά θετική, αλλά στην ουσία της είναι προβληματική , γιατί με τον τρόπο αυτό ο επικεφαλής της Κομισσιόν θέλει ένα αποτέλεσμα χωρίς να εξετάζει τα αίτια που προκαλούν τα προβλήματα ώστε να αντιμετωπιστούν.
Η ελληνική κυβέρνηση ήδη καλείται μέσα σε μια συγκεχυμένη στρατηγική της ΕΕ να θέσει τα πραγματικά προβλήματα των δυτικών βαλκανίων. Στο πλαίσιο αυτό, οφείλει , σε πρώτη φάση τουλάχιστον να διακηρύξει χωρίς περιστροφές ότι αν δεν επιλυθούν τα προβλήματα της χώρας με την Αλβανία ή την ΠΓΔΜ κατά τρόπο δίκαιο , δεν τίθεται θέμα διεύρυνσης. Προκαλεί προβληματισμό το γεγονός ότι η Αθήνα δεν έχει καταστήσει σαφές προς οποιαδήποτε κατεύθυνση τις θέσεις της . Η υποτονική αντιμετώπιση όχι μόνο του εν λόγω θέματος, αλλά η γενικότερη στάση της στις πρωτοβουλίες της Γαλλίας και της Γερμανίας για την κοινή άμυνα, τις πολλές ταχύτητες κλπ καταδεικνύουν την απουσία σχεδίου και στρατηγικής σε θέματα που θα σφραγίσουν το μέλλον της ΕΕ και της χώρας μας τις επόμενες δεκαετίες.
Θα είναι κοινότυπη η επισήμανση ότι ενώ στην Ευρώπη γίνονται έντονες συζητήσεις για τα εν λόγω θέματα, στην Ελλάδα ζούμε σε άλλον πλανήτη. Η τύχη της χώρας έχει αφεθεί στα χέρια των Παρισίων και του Βερολίνου που θα επιδιώξουν , μέσω των πολλών ταχυτήτων θα καταστήσουν δορυφόρους τις χώρες της περιφέρειας.
Η ανασυγκρότηση της ευρωπαικής και εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι άμεση ανάγκη και υπόθεση υψηλής προτεραιότητας, αν η Ελλάδα θέλει να διασφαλίσει ότι τώρα και στο μέλλον οι αλλαγές συνόρων και ο αλυτρωτισμός δεν θα βρουν πρόσφορο έδαφος.