Η τελευταία κρίση στα Ίμια έφερε και πάλι στην επιφάνεια την θεσμική ανεπάρκεια της χώρας να αντιμετωπίσει συλλογικά και σχεδιασμένα την στρατηγικού τύπου απειλή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι αντιδράσεις της κυβέρνησης αναλώθηκαν σε ρητορικές περικοκλάδες και «αυστηρές συστάσεις» προς την Τουρκία, ενώ για χιλιοστή φορά αναζητήθηκαν άλλοθι στα περιφερειακά ή στα εσωτερικά προβλήματα της Άγκυρας για να υποστηριχθεί η παθητική στάση της κυβέρνησης.
Ας γίνει συνείδηση επιτέλους και στο ΥΠΕΞ και σε όλο το πολιτικό σύστημα ότι ανεξάρτητα από τα προβλήματά της , η συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο είναι ένας αυτόνομος βραχίονας της στρατηγικής της εδώ και σαράντα τουλάχιστον χρόνια. Αν υποθέσουμε ότι αύριο εντός της Τουρκίας επικρατεί ομοψυχία και εξαφανίζονται οι αντιπαραθέσεις κεμαλιστών –ισλαμιστών και ταυτόχρονα , η Άγκυρα επιλύει σύμφωνα με τα συμφέροντά της και το Κουρδικό και άλλα προβλήματα, η στρατηγική της στο Αιγαίο όχι μόνο δεν θα αλλάξει, αντίθετα θα γίνει ακόμη πιο επιθετική. Η Τουρκία θέλει αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, θέλει να ακυρωθεί με κάποιο τρόπο η συμφωνία των Παρισίων για την εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα και να γίνουν διαπραγματεύσεις σε νέα βάση που θα αλλάξουν τα σύνορα και το νομικό καθεστώς του Αιγαίου. Και σε αυτή την πολιτική η Ελλάδα δεν έχει απάντηση, γιατί το πολιτικό σύστημα είναι ανίκανο να λειτουργήσει με βάση ένα σχέδιο.
Αντί εφαρμογής κάποιου σχεδίου που όφειλε να έχει η χώρα μετά την κρίση του 1996, παρατηρήσαμε και καταγράψαμε για μια ακόμη φορά τυποποιημένες αντιδράσεις που ως γνωστόν δεν ενοχλούν την Άγκυρα. Το πάθημα του 1996 δεν έγινε μάθημα. Σε όλα αυτά , να προσθέσουμε και την σιωπή της Ελλάδας στον αποκλεισμό του οικοπέδου 3 της Κυπριακής ΑΟΖ από τον τουρκικό στόλο.
Είναι ανησυχητικό και εθνικά επικίνδυνο, η άμυνα και η ασφάλεια της χώρας να συζητιούνται για μια ακόμη φορά στους τηλεοπτικούς σταθμούς μέσω ελεγχόμενων συζητήσεων , μέσω ανταλλαγής sms μεταξύ μελών της κυβέρνησης και όχι στα θεσμοθετημένα όργανα, το υπουργικό συμβούλιο και , κυρίως το ΚΥΣΕΑ. Είκοσι δύο χρόνια πέρασαν από την πρώτη κρίση των Ιμίων και την κατάληψη , έστω στιγμιαία , ελληνικού εδάφους και δεν άλλαξε τίποτα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θέλουν ακόμη , κυριολεκτικά δεν θέλουν, να ενεργούν με βάση ένα εθνικό σχέδιο και εξαντλούνται σε τηλεοπτικούς λεονταρισμούς και δήθεν ηρωικά «μηνύματα». Σχεδόν όλες οι σοβαρές χώρες του κόσμου διαθέτουν και λειτουργούν Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, αλλά εδώ δεν υπάρχει. Ούτε υπουργικό συμβούλιο συνεδρίασε , ούτε το ΚΥΣΕΑ, ούτε καν μια κοινή σύσκεψη μεταξύ αρμοδίων υπουργών , για να μην μιλήσουμε για την χαώδη κατάσταση που επικράτησε στις 12-13 Φεβρουαρίου. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε εντάξει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας στο πρόγραμμά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τελικά υπαναχώρησε , επειδή ο Νίκος Κοτζιάς δεν θέλει να ασχολείται κανείς άλλος με την εξωτερική πολιτική ως να είναι προσωπική του υπόθεση οι διεθνείς σχέσεις της χώρας. Είναι η αντίληψη για την εξουσία και όχι για τη χώρα. Καμία κυβέρνηση της μεταπολίτευσης δεν ήθελε ισχυρές κρατικές δομές που θα εισηγούνται πολιτική και στρατηγική. Η αδυναμία αντιμετώπισης της τουρκικής στρατηγικής δεν είναι τυχαία. Κάθε άλλο.
Η ανεπάρκεια αυτή καταδείχθηκε για μια ακόμη φορά στις 12 Φεβρουαρίου πάλι στα Ίμια και πάλι υπήρξε το ίδιο πρόβλημα. Σύσσωμο το πολιτικό σύστημα ανέμενε από την ΕΕ και τις ΗΠΑ μια λυτρωτική παρέμβαση για να πέσει η ένταση. Σημειώνεται ότι κατά τον ΥΠΕΞ Νίκο Κοτζιά δεν υπάρχει ένταση μεταξύ Ελλάδας –Τουρκίας και όλα οφείλονται στη νευρική Τουρκία ( Σκάι Φεβρουάριος 2017). Απαντήσαμε τότε ότι η Τουρκία δεν κινείται επιθετικά γιατί είναι νευρική , αλλά γιατί έχει σχέδιο . Πλέον νευρικός είναι μόνο ο Έλληνας ΥΠΕΞ γιατί οι διαρκείς μεταπτώσεις των θέσεών του, καταδεικνύουν σοβαρή αδυναμία διαχείρισης των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής. Συγκρουσιακή λογική για την ΠΓΔΜ, μεταπτώσεις στις σχέσεις με τη Μόσχα, άκριτη στοίχιση με το Ισραήλ, λάθη εκτιμήσεων για ανεπάρκεια σχεδίου με την Τουρκία, θορυβώδη κινητικότητα αλλά κενή περιεχομένου στα ευρωπαικά με διάφορα πολυμερή τριγωνικά και τετραγωνικά σχήματα χωρίς ουσιαστική ατζέντα . Η ομάδα Βίζεγκραντ για παράδειγμα έχει κοινές θέσεις σε ευρωπαικά και περιφερειακά προβλήματα που αποκλίνουν σημαντικά από τα ελληνικά συμφέροντα. Συνέπεια όλων αυτών, η ελληνική εξωτερική πολιτική να εξαντλείται σε συγκυριακές, ενστικτώδεις κινήσεις, σε ρητορική καταγγελία και στην παρέμβαση τρίτων.
Είναι κοινό μυστικό εντός της κυβέρνησης ότι η απουσία σύγκλησης κυβερνητικών και κρατικών οργάνων βάσει συγκεκριμένου πρωτοκόλλου προκαλεί χάος στην διαχείριση των μονίμως επαναλαμβανόμενων κρίσεων με την Τουρκία, με αποτέλεσμα , κάθε υπουργός και ο πρωθυπουργός να ενεργούν σχεδόν κατά βούληση μετά από συζητήσεις με το στενό τους επιτελείο ο καθένας. Το αρνητικό αποτέλεσμα είναι εμφανές ακόμη και στους τηλεοπτικούς δέκτες.
Οι απειλές πληθαίνουν, οι εντάσεις φθάνουν σε οριακό σημείο ο φόβος γενικευμένης αποσταθεροποίησης είναι υπαρκτός. Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί και για τα χειρότερα, επενδύοντας στην ανάπτυξή της, στο ηθικό του λαού και σε στρατηγική άμυνας και ασφάλειας. Με απλά λόγια, η Ελλάδα έχει λίγο χρόνο μπροστά της να ανασυγκροτήσει την εξωτερική της πολιτική για να προετοιμαστεί για ένα δύσκολο μέλλον. Είναι ανησυχητικό ότι αυτό δεν συμβαίνει σε κανένα επίπεδο του πολιτικού μας συστήματος.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι επιτακτικό να ξεκινήσει άμεσα η διαδικασία για την συγκρότηση συμβουλίου εθνικής ασφάλειας, να υλοποιηθεί δηλαδή μια ιδέα που συζητείται στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Η ΝΔ έχει ήδη μια τέτοια πρόταση στο συρτάρι της, αλλά το θέμα πρέπει να εξεταστεί σε διακομματικό επίπεδο , ώστε ο θεσμός να είναι ισχυρός και διαχρονικός για να μην εκφυλιστεί με την αλλαγή της κυβέρνησης. Η δημιουργία αυτού του οργάνου είναι ευθύνη του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης συλλογικά και όχι παίγνιο για προσωπικές φιλοδοξίες οιουδήποτε Αυτό σημαίνει ότι στο όργανο αυτό θα τοποθετηθούν οι άριστοι και όχι οι αρεστοί. Προτάσεις υπάρχουν πολλές από πανεπιστημιακούς με πιο άρτια την πρόταση των Παναγιώτη Τσάκωνα και Θάνου Ντόκου υπό τον τίτλο «στρατηγική εθνικής ασφάλειας».
Η Ελλάδα οφείλει, ως πρώτες άμεσες ενέργειες, να ιεραρχήσει ως μείζονα προτεραιότητα την σύμπηξη μιας ισχυρής συμμαχίας σε διεθνές επίπεδο με στόχο την υπονόμευση και τελικά την ακύρωση της τουρκικής στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να πιεστούν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ , ο ΟΑΣΕ οι ΗΠΑ , η Ρωσία και η Κίνα να υιοθετήσουν τις ελληνικές θέσεις για την συνθήκη της Λωζάννης .
Παράλληλα , η κυβέρνηση πρέπει να ιεραρχήσει εκ νέου το περιεχόμενο των τριμερών και πολυμερών συναντήσεων ώστε η ατζέντα τους να εμπλουτιστεί με θέματα άμυνας και ασφάλειας με γνώμονα τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό είναι εφικτό, όλες οι χώρες της ανατολικής Μεσογείου που έχουν οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες όπως π.χ. η Κύπρος με την Αίγυπτο και το Ισραήλ και οι χώρες που έχουν συμφέροντα όπως η Ιταλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ , να πραγματοποιήσουν μια συνάντηση κορυφής , ώστε να διακηρυχθεί η συνεργασία τους για την ασφαλή αξιοποίηση των φυσικών πόρων της περιοχής και να σταλεί σχετικό μήνυμα προς την Τουρκία.
Είναι περιττό να υπομνηστεί ότι στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΟΗΕ θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα κινείται σε σχέση με την Τουρκία. Ως προς την ΕΕ, δεν αρκεί η Ελλάδα να φυλάει τα ευρωπαικά σύνορα για τους μετανάστες, αλλά η συνοριακή πολιτική να γίνει ουσιαστική.
Είναι επίσης υποχρεωτικό πλέον, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ να δηλώσουν δημόσια και υπεύθυνα αν σέβονται την Συνθήκη της Λωζάννης και αν την σέβονται να καλέσουν την Τουρκία να πράξει το ίδιο , γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα υπάρχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις. Η πολιτική των ίσων αποστάσεων δεν μπορεί πλέον να είναι αποδεκτή.