Οι επί δεκαετίες γκρίζες σχέσεις της Ελλάδας με τη Τουρκία εξελίσσονται σε μη αναστρέψιμη κρίση, καθώς η αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας έχει ήδη μετατραπεί σε έναν επιθετικό στρατηγικό εθνικισμό που αγκαλιάζει πλέον όλους τους κορυφαίους πρωταγωνιστές του τουρκικού πολιτικού συστήματος .
Η αναζωπύρωση και τα τελευταία χρόνια η έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, οφείλεται στην προσωπική στρατηγική του Ερντογάν να αναμετρηθεί με την μεγαλύτερη σύγχρονη προσωπικότητα της Τουρκίας, τον Κεμάλ Αττατούρκ. Τα προβλήματα φυσικά προυπήρχαν, αλλά από ένα σημείο και μετά ήταν μονόδρομος για τον Ερντογάν η αναψηλάφιση των μεγάλων επιλογών του Αττατούρκ προκειμένου να καταδείξει την ανωτερότητά του και ένας βασικός πυλώνας αυτής της «αναμέτρησης» είναι η Ελλάδα.
Απαντώντας εξίσου επιθετικά οι κεμαλιστές έχουν δημιουργήσει ένα δηλητηριώδες κλίμα εντός της Τουρκίας και στις σχέσεις με τη χώρα μας που με την πάροδο του χρόνου, αν δεν ανατραπεί τώρα, θα είναι δύσκολο να ελεγχθεί.
Η στρατηγική αυτή ήταν ορατή από τα πρώτα χρόνια της σύγκρουσής του με το στρατιωτικό κατεστημένο, απλά τότε , πρώτη προτεραιότητα ήταν η κυριαρχία του Ερντογάν στην τουρκική πολιτική σκηνή. Αφού αυτό έγινε πραγματικότητα, ο οραματικός εθνικισμός του Τούρκου προέδρου στράφηκε προς την Ελλάδα και άλλες χώρες της περιοχής με την πρόταξη του οθωμανικού παρελθόντος , που υποβοηθήθηκε σημαντικά από την αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής. Η επανάκαμψη του Αμπντουλάχ Γκιούλ –συνιδρυτή του ΑΚΡ-στο πολιτικό σκηνικό είναι κομβικής σημασίας για το μέλλον. Αν ο Γκιούλ θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος και υποστηριχθεί από όλες τις δυνάμεις πλην του ΑΚΡ, τότε η εκλογή του Ερντογάν καθίσταται αμφίβολη, αλλά η σύγκρουση θα είναι τρομακτική γιατί ο Ερντογάν εργάζεται για να μην παραδώσει εύκολα την εξουσία. Τουλάχιστον , αν ο Γκιούλ αποστασιοποιηθεί από το εθνικιστικό παραλήρημα κατά της Ελλάδας , τότε υπάρχει ελπίδα μιας ύφεσης, έστω και αν αυτό φαντάζει σήμερα πολύ δύσκολο.
Χωρίς αμφιβολία, οι επί δεκαετίες ρηχές, εκ του ασφαλούς και φοβικές αναλύσεις στην Ελλάδα , ότι τη μια ευθύνονται οι στρατηγοί που τα βάζουν με τους πολιτικούς, την άλλη το κουρδικό, την επομένη η διαμάχη ισλαμιστών –κεμαλιστών πετάχθηκαν ήδη στον κάλαθο των αχρήστων. Από την ημέρα της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα και μετά, οι δηλώσεις Τούρκων κορυφαίων αξιωματούχων έχουν σαφές εχθρικό περιεχόμενο. Είχαμε προβλέψει ότι μετά την επίσκεψη οι διμερείς σχέσεις θα οξυνθούν και αυτό συμβαίνει. Η παρωδία διπλωματίας του ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά περί ωφέλιμης επίσκεψης και άλλα γλαφυρά που συνηθίζει να δηλώνει στις επαφές του με τους Τούρκους, έκαναν μεγάλη ζημιά στην ρεαλιστική συζήτηση και ανάλυση των εξελίξεων. Κορυφαίοι διπλωμάτες καταλογίζουν στον Ν. Κοτζιά ανεπαρκή χειρισμό του συνόλου των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Σημειώνουν μάλιστα με έμφαση ότι κατά την επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ στην Άγκυρα τον περασμένο Οκτώβριο, ενώ η Άγκυρα έστειλε μηνύματα αύξησης της επιθετικότητας, εκείνος τα υποβάθμισε πλήρως ενά κατά την συνάντησή του με τον Ερντογάν , όταν τον προσκάλεσε στην Αθήνα, απέφυγε να θίξει το παραμικρό , ούτε καν το ζήτημα του σεβασμού της συνθήκης της Λωζάννης.
Παράλυση
Πλέον, στο συνολό τους Τούρκοι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματούχοι, εξαπολύουν απροκάλυπτες απειλές κατά της Ελλάδας, προειδοποιούν ότι ή η χώρα μας θα αποδεχθεί διπλωματικά την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας ή θα υπάρξει πόλεμος. Ο τουρκικός εθνικισμός αποκτά πλέον σαφή επιθετικά χαρακτηριστικά και αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί, κάθε άλλο.
Δυστυχώς όμως στην Αθήνα επικρατεί ένα διαφορετικό κλίμα. Η Ελλάδα, κόμματα, πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί, κοινοβούλιο και διανοητές δεν είναι ακόμη σε θέση να κινητοποιηθούν και να συζητήσουν σοβαρά τι μέλλει γενέσθαι. Η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι πολύπλευρη και πολυεπίπεδη, η δε ελληνική στάση εξακολουθεί να είναι μονοσήμαντη.. Μέρα παρά μέρα, είτε θα τεθεί θέμα συνόρων, Λωζάννης, μειονότητας , τεμένους, προσφύγων, είτε θα κινούνται στρατιωτικά στο Αιγαίο, είτε θα απειλούν την Κύπρο. Όλα δείχνουν, ότι ο εμποτισμός του συνόλου του τουρκικού συστήματος με πολυεπίπεδη επιθετικότητα και εχθρική στάση είναι μη αναστρέψιμος. Οπότε η Ελλάδα, οφείλει να προετοιμαστεί για τα χειρότερα, πρωτίστως όμως οφείλει να συζητήσει , να σχεδιάσει, να αντιδράσει και να αναβαθμίσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή, κινητοποιώντας διεθνείς οργανισμούς , διανοητές, ΜΜΕ και φυσικά κυβερνήσεις και κόμματα. Ήδη μετά τις εξελίξεις στο θέμα των οκτώ αξιωματικών και τις απειλές για αύξηση των προσφυγικών ροών και την κατάληψη νησιών, η κυβέρνηση όφειλε να έχει ήδη κινητοποιηθεί, ωστόσο παρατηρείται μια ανεξήγητη παραλυσία.
Η εικόνα της κυβέρνησης, που δείχνει αμήχανη, φοβισμένη και χωρίς στρατηγική, επιδεινώνει την κατάσταση. Το γεγονός ότι κανένα κυβερνητικό ή κομματικό όργανο , υπουργικό συμβούλιο, τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ , της ΝΔ, του Κινήματος Αλλαγής δεν συζητούν τα μείζονα θέματα της χώρας, προκαλεί ανησυχία και προβληματισμό. Μια χώρα που δείχνει να μην μπορεί να θέσει προτεραιότητες και να ιεραρχήσει την πολιτική της, είναι ανίκανη να υπερασπιστεί ακόμη και τα αυτονόητα.