του Σπύρου Σουρμελίδη
Το «κάτω από τα χέρια από την Δικαιοσύνη» που φωνάζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και όσοι συμπορεύονται μαζί του, ισχύει για όλους. Αν υπάρχει τέτοιο ζήτημα, ας φωνάξουμε όλοι μαζί «κάτω τα χέρια από την Δικαιοσύνη». Οι πρώτοι όμως που πρέπει να σεβαστούν αυτή την αρχή είναι οι σημερινοί αντιπολιτευόμενοι. Είναι αυτοί που δημιούργησαν τις συνθήκες για να υπάρχουν αμφισβητήσεις σε ότι αφορά την ανεξαρτησία της, είναι αυτοί που έχουν διαμορφώσει αρχές και κανόνες για την λειτουργία της. Μόνο που το σύνθημα «κάτω τα χέρια από την Δικαιοσύνη» είναι η πρόφαση. Η πραγματική επιδίωξη είναι «κάτω ο Τσίπρας».
Δήθεν περί Θεσμών
Η συνεργασία της Βασιλικής Θάνου με το πρωθυπουργικό γραφείο, παρουσιάζεται σαν σκάνδαλο μεγατόνων. Από αυτούς που ευθύνονται για το σκάνδαλο μεγατόνων της Siemens αλλά και την απίστευτη καθυστέρηση της εξέτασης και εκδίκασης του μεγαλύτερου σκανδάλου που αφορά την τύχη της χώρας: Μίζες σε πολιτικούς και κόμματα, εκχώρηση κυριαρχίας σε αυτούς που λάδωναν και ολ αυτά να συνδέονται με την χρεοκοπία. Το αντίστοιχο με τους εξοπλισμούς. Φωνάζουν αυτοί που ευθύνονται που οι Χριστοφοράκος, Καράβελας και άλλοι, βρίσκονται εκτός Ελλάδας. Αυτοί που δεν φώναξαν ποτέ για τους εκατοντάδες φακέλους που βρίσκονται ξεχασμένοι στα συρτάρια κάποιου γραφείου και οι οποίοι όλως τυχαίως αφορούν σκάνδαλα και κάποιες από τις σοβαρότερες υποθέσεις, οι οποίες καθόρισαν την πορεία της χώρας προς την χρεοκοπία. Για να γίνουν ολ αυτά δεν υπήρξαν προσπάθειες παρέμβασης στην Δικαιοσύνη;
Φωνάζουν οι κυρίως υπεύθυνοι για την ζοφερή πραγματικότητα που ζει ο Έλληνας πολίτης. Οι αποφάσεις σέρνονται σε βάθος χρόνου, εκατομμύρια χάνονται, άνθρωποι και οι προσπάθειες τους καταστρέφονται. Το κλίμα αμφισβήτησης και της Δικαιοσύνης μεγάλωσε. Το παραδικαστικό σύστημα δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ.
Σήμερα, ακούγεται ότι είναι μεμπτό μία πρώην δικαστικός να λειτουργήσει υπέρ του κράτους, υπέρ της χώρας, από μία άλλη θέση. Αυτό το δικαίωμα τα άσκησε ο Χαράλαμπος Αθανασίου που από εν ενεργεία δικαστικός έγινε αυτομάτως εν ενεργεία υπουργός. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ κανείς που πρώην δικαστικοί, έκαναν λαμπρή καριέρα και ως δικαστικοί αλλά και ως πολιτικά πρόσωπα ή συνεργάτες πολιτικών. Είναι καταστροφικό για πρόσκαιρα παιχνίδια εξουσίας, να αλλοιώνεται η ουσία. Διότι οι δημόσιοι λειτουργοί έχουν απόψεις, έχουν ιδεολογία, όπως όλοι οι πολίτες. Είναι καλοί η κακοί, διεφθαρμένοι ή ξεχωριστοί, με το φορτίο που κουβαλάνε. Αυτό που καλούνται να κάνουν είναι να υπηρετούν το λειτούργημα τους, τους κανόνες του, όσο είναι εν ενεργεία. Όχι να κάνουν λοβοτομή για να αποδείξουν ότι κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Προέκυψε και το θέμα αποφάσεων των ανωτάτων Δικαστηρίων. Ορισμένες από τις οποίες δυσκολεύουν πράγματι τις επιμέρους αποφάσεις της σημερινής κυβέρνησης. Ούτε και αυτό είναι πρωτοφανές. Ούτε και αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Και βεβαίως δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο ότι μια κυβέρνηση δεν μπορεί να διαφωνεί με αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων. Το θέμα είναι αν της εφαρμόζει.
Το τελευταίες μέρες θυμηθήκαμε δηλώσεις και του κ. Μητσοτάκη και του κ. Δένδια κατά της Δικαιοσύνης. «Δεν έχω την ίδια εμπιστοσύνη σε κάποιους από τους λειτουργούς της Θέμιδος, διότι φοβάμαι ότι κάποιοι δικαστές εθελοτυφλούν μπροστά στην πρόκληση της τρομοκρατίας» δήλωνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2013. Και ο Ν. Δένδιας υπουργός Δημόσιας Τάξης στην κυβέρνηση Σαμαρά δήλωνε: «Η αντίληψη ότι είναι θέσφατο οι δικαστικές αποφάσεις είναι λογική πέραν του πολιτεύματος¨.
Μιλάμε για συνολική κρίση του ρόλου της Δικαιοσύνης και όχι για επιμέρους άποψη. Αυτές οι δηλώσεις δεν είναι κατά τις Δικαιοσύνης;
Η συζήτηση όμως αυτή, δεν έχει μεγάλη αξία γιατί είναι απλώς η πρόφαση. Η ουσία είναι η επιδίωξη της ηγεσίας της ΝΔ και ενός τμήματος του ΠΑΣΟΚ, να προκληθεί δήθεν κρίση Θεσμών. Και γι αυτό είναι οι ίδιοι που επιτίθενται στην Δικαιοσύνη. Γιατί είναι αυτοί που επιδιώκουν να την χρησιμοποιήσουν για τα δικά τους σχέδια. Εμπλέκουν την Δικαιοσύνη σ ένα πολιτικό παιχνίδι, ουσιαστικά απαιτούν από την Δικαιοσύνη να κινηθεί με τον τρόπο που εξυπηρετεί τα δικά τους πολιτικά σχέδια.
Μια ακόμα προσπάθεια
Η οικονομία δεν έκανε το χατίρι στην ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και όσους από την αντιπολίτευση συνασπίζονται μαζί του, να ανατρέψει την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Έτσι ξεκίνησε ένας άλλος κύκλος αντιπαράθεσης, για τους Θεσμούς. Για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, για την μη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.
Είναι εμφανές ότι η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και ένα σημαντικό τμήμα του ΠΑΣΟΚ, αναζητούν τρόπο επιστροφής στην κυβέρνηση. Αναζητούν τρόπο διατήρησης της εξουσίας, την οποία είχαν μάθει να έχουν αποκλειστικά δική τους. Η διάθεση αυτή ξεπερνά τα όρια των κομματικών παρατάξεων. Έχει ήδη διαμορφωθεί μια άτυπη συμμαχία, της οποίας ηγείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Συνασπίζονται στελέχη του σημερινού ΠΑΣΟΚ, ο λεγόμενος χώρος των εκσυγχρονιστών με τον Κ. Σημίτη να ζητά ανοικτά την δημιουργία μετώπου κατά του ΣΥΡΙΖΑ , το Ποτάμι επίσης. Σε συνεννόηση και ένα κομμάτι της επιχειρηματικής ελίτ που βλέπει ότι η εξουσία της, το «δικαίωμα» της να παίρνει ότι ζητά από το κράτος, τις τράπεζες, τα δημόσια έργα, ή τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, φθίνει επικίνδυνα.
Όλες αυτές οι δυνάμεις, οι οποίες επιρρίπτουν την ευθύνη για την δική της αποτυχία (να διατηρήσουν το ελληνικό κράτος στα χέρια τους) στον Αλέξη Τσίπρα, επιμένουν στην παλιννόστηση. Σαν να μην πέρασε η χρεοκοπία , η διάλυση των μεσαίων στρωμάτων, η διάλυση του τραπεζικού συστήματος, επιμένουν να ονειρεύονται τα μεγαλεία του παρελθόντος. Θεωρώντας ότι αν η σημερινή κυβέρνηση φύγει από τη μέση, όλα γι αυτούς, (και μόνο γι αυτούς) θα έρθουν στην προηγούμενη κατάσταση. Αντιλαμβάνονται ότι όσο δεν έχουν τα ηνία της διακυβέρνησης στα χέρια τους, δεν μπορούν να ελέγξουν τις εξελίξεις. Χάνουν –έχουν ήδη χάσει- τεράστιο μερίδιο εξουσίας.
Και γι αυτό επιστρατεύουν με τρόπο άκομψο πλέον, όσες δυνάμεις διαθέτουν μέσα στο κράτος και εντός όλων των εξουσιών.
Επιδιώκουν να δημιουργήσουν κρίση, να αξιοποιήσουν αδυναμίες ή να δημιουργήσουν εκ του μηδενός κάποιο πρόβλημα, με στόχο την πτώση της κυβέρνησης.
Χρόνια προβλήματα της κοινωνίας μας, όπως είναι οι καταστροφές στο κέντρο των δύο μεγάλων πόλεων ή οι ακραίες εκδηλώσεις βίας, ξαφνικά παρουσιάζονται σαν την κατάλυση του κράτους και του πολιτεύματος. (Κατά τύχη ξεχνούν την ακροδεξιά βία). Αποτελούν προβλήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν. Όμως δεν είναι πρωτοφανή, δεν προέκυψαν σήμερα και κυρίως δεν κινδυνεύει το πολίτευμα εξαιτίας τους. (Τι να πούνε άλλωστε στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο;).
Η αληθινή μάχη γίνεται για την εξουσία. Γίνεται από αυτούς που δεν θέλουν να αντιληφθούν πως η πορεία της χώρας έως αυτή τη στιγμή, καθορίστηκε από τις δικές τους αποφάσεις, από τις δικές τους επιλογές, από τη δική τους μανία για περισσότερο χρήμα και μεγαλύτερη εξουσία. Και δεν θέλουν επίσης να αντιληφθούν ότι το τίμημα πια δεν το πληρώνουν μόνο οι από κάτω αλλά και οι από πάνω. Και αν όχι σε ότι αφορά το χρήμα, αλλά σίγουρα σε ότι αφορά την εξουσία. Αδιαφορούν για τα όσα θα συμβούν με την Τουρκία, την Κύπρο, την αξιοποίηση των φυσικών πόρων, αν αυτοί δεν κυρίαρχοι των εξελίξεων (στο κόλπο, κατά το κοινώς λεγόμενο). Προτιμούν ακόμα και να γίνει η χώρα προτεκτοράτο, αρκεί να διατηρήσουν δικαίωμα στην εξουσία.
Συνεχίζουν να καταστρέφουν, ακόμα και την καρέκλα που κάθονται.