Το Ισλάμ γεννήθηκε στη δυτική περιοχή της Αραβικής Χερσονήσου από τον προφήτη Μωάμεθ ιμπν Αμπτάλα (571–632 μ.Χ.), ο οποίος, έως τον θάνατό του, είχε κατορθώσει να δημιουργήσει το πρώτο ισλαμικό κράτος, το οποίο εκτεινόταν στη δυτική περιοχή της Αραβικής Χερσονήσου. Ο Μωάμεθ ήταν καμηλιέρης, και ταξίδεψε εκτενώς στην Αραβία, φθάνοντας μέχρι τις παρυφές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, ο Μωάμεθ ήλθε από νωρίς σε επαφή με τους μεγάλους μονοθεϊστικούς πολιτισμούς των Βυζαντινών, των Περσών, αλλά και των Εβραίων, καθώς υπήρχαν διάφορες εβραϊκές κοινότητες ακόμη και μέσα στην Αραβία.
Ο Μωάμεθ διαλογιζόταν συχνά στην έρημο, αναζητώντας ένα όραμα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία θα ήταν πιο πνευματική και πιο δίκαιη, και θα είχε λιγότερη κακία και λιγότερους ανταγωνισμούς από ό,τι η αραβική κοινωνία στην οποία ζούσε. Μια ημέρα κατά την οποία διαλογιζόταν, συνέλαβε ένα τέτοιο όραμα το οποίο απέδωσε σε αποκάλυψη που του έκανε ο Θεός, και έκτοτε άρχισε να κηρύττει ένα μήνυμα ευσέβειας, μονοθεϊσμού και δικαιοσύνης το οποίο έλεγε ότι του υπαγόρευε άγγελος του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συντάχθηκε το Κοράνιο (που στα αραβικά, κατά κυριολεξία, σημαίνει «απαγγελία» και «συλλογή» κειμένων) και, γενικώς, διαμορφώθηκε η θρησκεία του Ισλάμ (που στα αραβικά, κατά κυριολεξία, σημαίνει «υποταγή στον Θεό»).
Το Ισλάμ κηρύσσει έναν αυστηρό μονοθεϊσμό, αναγνωρίζει τη μωσαϊκή Τορά (Πεντάτευχο) διδάσκοντας ότι ο Μωάμεθ ήταν ο τελευταίος μιας σειράς προφητών που αρχίζει από την Τορά (Κοράνιο 33:40), αναγνωρίζει την Καινή Διαθήκη (στα αραβικά, «ιντζίλ», που σημαίνει ευαγγελισμός), διδάσκει ότι ο Ιησούς ο υιός της Παρθένου Μαρίας ήταν ο αληθής Μεσσίας, αλλά αρνείται ότι ήταν ο κυριολεκτικός μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού (απορρίπτοντας το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα της Αγίας Τριάδας και ομοιάζοντας ως προς αυτό το θέμα με τη χριστολογία του Αρειανισμού), καταδικάζει ρητώς εκείνους τους Ισραηλίτες που απέρριψαν τη διδασκαλία τού Ιησού και ζήτησαν τη σταύρωση τού Ιησού, και διδάσκει ότι ο Αλλάχ (Θεός) έστειλε πίσω την ψυχή τού Ιησού στο σώμα της μετά από τον φαινομενικό του θάνατο στον σταυρό, καθώς και ότι ο Αλλάχ εξύψωσε τον Ιησού «στον Ίδιο τον Εαυτό Του και δοξάστηκε ο Αλλάχ εν Ισχύ και Σοφία» (Κοράνιο, al-Nisa 4:158). Επί πλέον, το Ισλάμ περιλαμβάνει μια σειρά ηθικών εντολών που καλύπτουν όλο το φάσμα της προσωπικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής των ανθρώπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Κοράνιο, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν η «σαρία» (δηλαδή, το θρησκευτικό δίκαιο) των Μουσουλμάνων, η σαρία των Χριστιανών και η σαρία των Ιουδαίων, απαγορεύει την επιβολή της μιας σαρία επάνω στην άλλη ως ασέβεια.
Οι διάδοχοι του προφήτη Μωάμεθ ονομάζονται χαλίφες. Ο αραβικός όρος «χαλίφης» σημαίνει τον «δεύτερο τη τάξει», αυτόν που ακολουθεί, και, συγκεκριμένα, κάποιον ο οποίος έχει όλες της εξουσίες και αρμοδιότητες που είχε ο προφήτης Μωάμεθ, ως ο θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των Μουσουλμάνων, εκτός από την ιδιότητα του προφήτη. Υπό τη διοίκηση των πρώτων τεσσάρων χαλιφών (διαδόχων του προφήτη Μωάμεθ), μεταξύ των ετών 632 και 661 μ.Χ., το Ισλάμ εξαπλώθηκε και σταδιακώς κατέλαβε μια περιοχή που περιλάμβανε τη βόρεια Αφρική (συγκεκριμένα, μια περιοχή στην οποία σήμερα βρίσκονται η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Τυνησία, η Αλγερία και το Μαρόκο), τη Μέση Ανατολή (συγκεκριμένα, μια περιοχή στην οποία σήμερα βρίσκονται το Ισραήλ, η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν) καθώς και μια περιοχή της Ευρασίας που εκτείνεται στη δυτική πλευρά της Κασπίας Θάλασσας μέχρι τον βόρειο Καύκασο και σήμερα ανήκει στη Ρωσική Ομοσπονδία. Έτσι, περί τα μέσα του εβδόμου αιώνα μ.Χ., το Ισλάμ, επεκτεινόμενο από τη Μέση Ανατολή στην Ευρασία και, συγκεκριμένα, καταλαμβάνοντας την πόλη Ντερμπέντ (στο Νταγκεστάν της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας), όχι μόνο κατοχύρωσε την παρουσία του σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως ο ρωσικός γεωπολιτικός χώρος, αλλά και λειτούργησε ως ένας παράγοντας διασύνδεσης μεταξύ της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής.
Η λέξη «σουνίτης» (Sunni) προέρχεται από τη λέξη «σούνα» (Sunnah), που σημαίνει «παράδοση» ή «τρόπος», και αναφέρεται στα ηθικά παραδείγματα που έθεσε ο προφήτης Μωάμεθ, ενώ η λέξη «σιίτης» (Shia) προέρχεται από τη φράση «σιάτου Αλί» («shi’atu Ali»), που σημαίνει ακόλουθοι/οπαδοί του Αλί, ή κόμμα του Αλί. Η διαίρεση του Ισλάμ αφορά στο ποιος θα έπρεπε να διαδεχθεί τον Μωάμεθ, μετά από τον θάνατό του το 632 μ.Χ., στην ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας: οι σιίτες πιστεύουν ότι οι ηγέτες του Ισλάμ θα έπρεπε να είναι μέλη της οικογένειας του Μωάμεθ και, συγκεκριμένα, απόγονοι του Μωάμεθ, ενώ οι σουνίτες πιστεύουν ότι οι ηγέτες του Ισλάμ δεν θα έπρεπε να είναι κατ’ ανάγκη απόγονοι του Μωάμεθ.
Το 632 μ.Χ., μετά από τον θάνατο του Μωάμεθ, ο τίτλος του χαλίφη (δηλαδή του αρχηγού της μουσουλμανικής κοινότητας) δόθηκε στον Αμπού Μπακρ (Abu Bakhr), πεθερό τού Μωάμεθ. Οι τρεις επόμενοι χαλίφες ήταν ο Ουμάρ (Umar), ο οποίος αναφέρεται και ως Ομάρ (Omar), ο Ουθμάν ιμπν Αφάν (Uthman ibn Affan), ο οποίος αναφέρεται και ως Οσμάν (Osman), και ο Αλ-Χουσεΐν Αλί ιμπν Αμπί Τάλιμπ (Al-Husayn Ali ibn Abi Talib). Σύμφωνα με τους σουνίτες, αυτοί οι τέσσερεις πρώτοι χαλίφες θεωρούνται οι «ρασιντούν» χαλίφες, δηλαδή, οι ορθώς καθοδηγημένοι. Από την άλλη πλευρά, οι σιίτες θεωρούν τους τρεις πρώτους από τους προαναφερθέντες χαλίφες σφετεριστές, και πιστεύουν ότι ο Αλί θα έπρεπε να είχε γίνει χαλίφης αμέσως μετά από τον θάνατο του Μωάμεθ. Ο Αλί, ο οποίος ήταν εξάδελφος και γαμβρός του Μωάμεθ, κυβέρνησε ως τέταρτος χαλίφης από το 651 έως το 661 μ.Χ., αλλά οι σιίτες θεωρούν ότι είναι ο κανονικός άμεσος διάδοχος του Μωάμεθ, ως ιμάμης (δηλαδή, προϊστάμενος της προσευχής στο τζαμί), και υποστηρίζουν ότι ο Αλί ήταν ο πρώτος ιμάμης από το 632 έως το 661 μ.Χ.
Το 656 μ.Χ., μετά από τη δολοφονία του Ουθμάν ιμπν Αφάν, του τρίτου χαλίφη, ο Αλί επιλέχθηκε από την κοινότητα των Μουσουλμάνων για να γίνει χαλίφης. Αυτό το γεγονός πυροδότησε τον πρώτο μουσουλμανικό εμφύλιο πόλεμο: μετά από τη δολοφονία του Ουθμάν, ένας από τους συγγενείς του και μέλος της φυλής των Ομεϊάδων (Umayyad), ο Μουαουίγια (Muawiya), ο οποίος ήταν ο κυβερνήτης της Συρίας, δυσαρεστήθηκε με την άνοδο του Αλί στην εξουσία, και σχημάτισε την άποψη ότι ο Αλί δεν προσπαθούσε αρκετά για να βρει και να οδηγήσει τους δολοφόνους τού Ουθμάν στη δικαιοσύνη. Συνεπώς, ο Μουαουίγια αρνήθηκε να αποδεχθεί τον Αλί ως χαλίφη.
Λέγεται ότι, όταν του ζητήθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα να γίνει ο νέος χαλίφης, ο Αλί ορκίστηκε και προειδοποίησε ότι θα εξαπέλυε μια ασυμβίβαστη εκστρατεία εναντίον της οικονομικής διαφθοράς και των άδικων προνομίων που είχαν αναδυθεί στους κόλπους του χαλιφάτου. Οι σιίτες ισχυρίζονται ότι η αποφασιστικότητα με την οποία ο Αλί επιδίωκε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις του προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των μουσουλμανικών ελίτ και οδήγησε τελικώς στη σύγκρουση του Αλί με τους πλούσιους και προνομιούχους παλαιούς συντρόφους τού Μωάμεθ. Το 661 μ.Χ., ο Αμπντ αλ-Ραχμάν ιμπν Μουλτζάμ αλ-Μουραντί (Abd al-Rahman ibn Muljam al-Muradi) δολοφόνησε τον Αλί την ώρα που ο Αλί έκανε την πρωινή προσευχή του. Ο δολοφόνος του Αλί ήταν μέλος των Χαριζιτών, οι οποίοι είχαν αποστατήσει από τον ίδιο τον στρατό τού Αλί διαμαρτυρόμενοι εναντίον της απόφασης τού Αλί, μετά από μια περίοδο αιματηρών συγκρούσεων, να διαπραγματευθεί τελικώς το ζήτημα της ηγεσίας της μουσουλμανικής κοινότητας με τον Μουαουίγια. Οι σιίτες τιμούν τον Αλί ως τον μάρτυρα των μαρτύρων και ως ένα σύμβολο του αγώνα των Μουσουλμάνων εναντίον της καταπίεσης, της αδικίας και των τυραννικών καθεστώτων.
Ο Σουφισμός είναι ένα αραβοπερσικό σύστημα ισλαμικού μυστικισμού, του οποίου ιδρυτής θεωρείται ο Μαρούφ Κάρχι (Maruf Karkhi), ο οποίος ήταν περσικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Βαγδάτη περίπου στη δεκαετία του 750 μ.Χ. και καταγόταν από χριστιανική οικογένεια. Ο όρος «Σουφισμός» προέρχεται από την αραβική λέξη «σουφ», που σημαίνει «μάλλινο ένδυμα», και, ειδικότερα, αναφέρεται στη συνήθεια εκείνων οι οποίοι ήταν μυημένοι στις σουφικές διδασκαλίες να ενδύονται με έναν ιερό μάλλινο μανδύα που συμβόλιζε την αφιέρωσή τους στον μυστικισμό.
Ο τελικός σκοπός του ανθρώπου ο οποίος είναι μυημένος στον Σουφισμό είναι η αναγωγή του στη θεία μακαριότητα, η πλήρης υπέρβαση της συνείδησης του εγώ και η αφομοίωσή του και η συντήρησή του μέσα στον Θεό. Σύμφωνα με τις σουφικές διδασκαλίες, για να επιτύχει κάποιος αυτόν τον υπαρξιακό στόχο, πρέπει να διέλθει από δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο ονομάζεται «μακαμάτ» («maqamat»), που στα αραβικά σημαίνει «στάδια». Σε αυτό το επίπεδο, μπορεί να φθάσει κάποιος μέσω της ατομικής του προσπάθειας, της άσκησης στην αυταπάρνηση και ορισμένων πνευματικών ασκήσεων, όπως η καλλιέργεια ενός αισθήματος απόλυτης και αμέριμνης εμπιστοσύνης στον Θεό, η καλλιέργεια της υπομονής κ.ά. Κοινό χαρακτηριστικό των «σταδίων» που συγκροτούν το πρώτο επίπεδο της πνευματικής εξέλιξης ενός σούφι είναι η προσπάθεια εξαγνισμού της βούλησης και της πράξης, προκειμένου ο σούφι να καταστείλει το ατομικό εγώ του και την προσκόλληση προς τα επίγεια πράγματα και τα πάθη για να μπορέσει να μεταβεί στο επόμενο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης. Το δεύτερο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης από το οποίο πρέπει να διέλθει ο σούφι για να επιτύχει τον τελικό υπαρξιακό στόχο του ονομάζεται «αχουάλ» («ahwal»), που στα αραβικά σημαίνει «καταστάσεις». Σύμφωνα με τον Σουφισμό, οι «καταστάσεις» του δευτέρου σταδίου πνευματικής εξέλιξης του σούφι αποτελούν θεία δώρα, δηλαδή, είναι προϊόντα της θείας χάρης και όχι ατομικά επιτεύγματα του σούφι. Αυτές οι «αχουάλ» (καταστάσεις) περιλαμβάνουν τα εξής βιώματα: ένα αίσθημα χαράς ή φόβου (ανάλογα με το ποια όψη του Θεού έχει φανερωθεί στον σούφι), το οποίο ονομάζεται κατάσταση «θέασης» («μουρακάμπα»)· ένα αίσθημα απώλειας της συνείδησης των ατομικών πράξεων και απόλυτης συγκέντρωσης στις πράξεις του Θεού, το οποίο ονομάζεται κατάσταση «εγγύτητας» («κουρμπ»)· μια κατάσταση έκστασης («ουάζντ»)· ένα αίσθημα σύνδεσης με τον Θεό το οποίο εμποδίζει κάποιον να έχει πλήρη επαφή με το περιβάλλον του και ονομάζεται κατάσταση νάρκωσης («σουκρ»)· και ένα αίσθημα δέους προς τον Θεό συνδυασμένο με ένα αίσθημα παρουσίας του Θεού στην καρδιά, το οποίο ονομάζεται κατάσταση αμεσότητας («ουντ»).
Αρχικώς, η διδασκαλία του Σουφισμού αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη και καχυποψία από την πλειοψηφία της μουσουλμανικής κοινότητας, αλλά, από τον ενδέκατο αιώνα μ.Χ. και μετά, κυρίως εξαιτίας του έργου του Πέρση φιλοσόφου, θεολόγου, νομικού και μυστικιστή σουνίτη Αλ-Γκαζάλι (Al-Ghazali), ο Σουφισμός εξελίχθηκε σε ένα από τα κύρια ρεύματα της ισλαμικής θεολογίας και, σταδιακώς, οργανώθηκε σε διάφορα επιμέρους σουφικά Τάγματα.
Στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, το βρετανικό κατεστημένο, ιδίως ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Σάλσμπουρι (Lord Salisbury) και ο Λόρδος Τσόρτσιλ (Lord Churchill), προκειμένου να προωθήσουν τα γεωστρατηγικά τους σχέδια για τη Μέση Ανατολή και, ειδικώς, για τη διαχείριση των νέων πηγών ενέργειας και των νέων διεθνών εμπορικών οδών, ιδίως μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν το ισλαμικό ρεύμα του Σαλαφισμού (Salafism) και τον ιδρυτή του, τον Τζαμάλ αντ-Ντιν αλ-Αφγκάνι (Jamal ad-Din al-Afghani, 1838–97), ως «περιουσιακά στοιχεία» («assets») των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και της βρετανικής διπλωματίας.
Ο αλ-Αφγκάνι πίστευε ότι έπρεπε να υπάρχει μια ηθικιστική και νομικιστική θρησκεία για τη διαχείριση των μαζών, ενώ θεωρούσε ότι στις ελίτ άρμοζε μια εκλεπτυσμένη αθεϊστική αλήθεια. Στην Αίγυπτο, ο αλ-Αφγκάνι αρχικώς εντάχθηκε στην τεκτονική Στοά «Αστέρας της Ανατολής» («Star of the East»), η οποία ιδρύθηκε στο Κάιρο το 1871 και ανήκε στη δικαιοδοσία της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας (United Grand Lodge of England). Μάλιστα, ο Βρετανός υποπρόξενος στο Κάιρο, ο Ραφαέλ Μποργκ (Raphael Borg), ο οποίος ήταν τέκτων, παρότρυνε τον αλ-Αφγκάνι και τον στενό κύκλο των οπαδών του να ενταχθούν στη Στοά «Αστέρας της Ανατολής». Το 1878, ο αλ-Αφγκάνι έγινε ο Σεβάσμιος Διδάσκαλος (δηλαδή, ο πρόεδρος) εκείνης της Στοάς, στην οποία ανήκαν διακεκριμένα μέλη της αιγυπτιακής ελίτ, όπως ο Τεουφίκ Πασάς (Tewfik Pasha), ο Σερίφ Πασάς (Sherif Pasha), ο Μπούτρος Πασάς Γκάλι (Boutros Pasha Ghali) κ.ά. Όταν οι προϊστάμενοι του αλ-Αφγκάνι στον λεγόμενο Αρχαίο και Αποδεδεγμένο Σκωτικό Τύπο (τον περιβόητο αυτόν τεκτονικό Τύπο με τους 33 βαθμούς) συνειδητοποίησαν τις αθεϊστικές τάσεις του αλ-Αφγκάνι, τον απέβαλαν από τον Σκωτικό Τύπο, και, όταν ο αλ-Αφγκάνι διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να πολιτικοποιήσει τη Στοά «Αστέρας της Ανατολής» με τον τρόπο που επιθυμούσε, δημιούργησε τη δική του τεκτονική Στοά στο Κάιρο, μια «εθνική Στοά» («μαφιφάλαν ουατανίγιαν»), υπό την αιγίδα της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας (Grand Orient de France), η οποία, ήταν ανεκτική προς τις αθεϊστικές απόψεις (σε αντίθεση προς το βρετανικό τεκτονικό κατεστημένο), και ενθάρρυνε τους οπαδούς του σαλαφιστικού μεταρρυθμιστικού κινήματός του να ενταχθούν στη νεοσύστατη Στοά του (βλ. Kudsi-Zadeh, A. Albert, “Afghani and Freemasonry in Egypt,” Journal of the American Oriental Society, τόμ. 92, 1972, σελ. 25–35).
Επειδή, όπως προανέφερα, ο αλ-Αφγκάνι αντιμετώπιζε και χρησιμοποιούσε τη θρησκεία ως ένα πολιτικοκοινωνικό εργαλείο, δεν τον ενδιέφερε η πνευματικότητα καθ’ εαυτή, ούτε η βαθιά καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής, αλλά η διαχείριση των υπαρξιακών φοβιών και ανησυχιών, των δεισιδαιμονιών και των ηθών των μαζών για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Με αυτό το σκεπτικό και με αυτά τα κίνητρα, δημιούργησε το σαλαφιστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα. Ο Σαλαφισμός υιοθετεί τον κυριολεκτισμό (literalism) ως τον ενδεδειγμένο τρόπο ερμηνείας των ισλαμικών θρησκευτικών γραφών, απορρίπτοντας τον συμβολικό και τον αλληγορικό τρόπο προσέγγισης των ισλαμικών θρησκευτικών γραφών, παρ’ ότι, όπως επισημαίνουν οι Μουσουλμάνοι μυστικιστές και ιδίως οι σούφι, το ίδιο το Κοράνιο αναφέρεται στη διάκριση μεταξύ του «ζαχίρ» («zahir») και του «μπατίν» («batin»): το «ζαχίρ» είναι το εξωτερικό, φαινομενικό, φυσικό και παροδικό πεδίο, ενώ το «μπατίν» είναι το εσωτερικό, πραγματικό, πνευματικό και αιώνιο πεδίο. Μέσω του κυριολεκτισμού, ο Σαλαφισμός οδηγεί σε ένα τεχνοκρατικό, μικρονοϊκό θρησκευτικό σύστημα, το οποίο μοιάζει με τον βιβλικό κυριολεκτισμό ή βιβλικό φονταμενταλισμό των προτεσταντών και ιδίως των Αμερικανών Ευαγγελικών (Evangelicals) λογίων. Εξ ου και, από την προοπτική του αγγλοσαξονικού κατεστημένου, ο αλ-Αφγκάνι θεωρείται εκπρόσωπος του «ισλαμικού μοντερνισμού» («Islamic modernism»)! Γενικώς, ως αποτέλεσμα του κυριολεκτισμού, κάθε θρησκευτικό κείμενο χάνει τις εσώτερες, υπαρξιακές διαστάσεις του και εκπίπτει σε μια ηθική και νομική συνταγή, η οποία διευκολύνει το κοινωνικό κατεστημένο να οργανώσει και να διαχειριστεί μια κοινωνία (για μια εισαγωγή στην ισλαμική πολιτική σκέψη, βλ. Bearrman, P., Th. Bianquis, C. E. Bosworth, E. van Donzel, and W. P. Heinrichs, Encyclopedia of Islam, second edition, 12 τόμ., Leiden: E. J. Brill, 1960–2005).
Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ως «περιουσιακό στοιχείο» του συστήματος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, ο αλ-Αφγκάνι καθοδηγούνταν από δύο Βρετανούς ειδικούς στο Ισλάμ και στον αποκρυφισμό, συγκεκριμένα, από τον Γουίλφριντ Σκέιουεν Μπλαντ (Wilfrid Scawen Blunt) και τον Έντουαρντ Μπράουν (Edward G. Browne). Ο Γουίλφριντ Σκέιουεν Μπλαντ ήταν ένας Βρετανός κατάσκοπος και οριενταλιστής (δηλαδή, μελετητής των ανατολικών πολιτισμών) στον οποίο ο Σκωτικός Τύπος του αγγλοσαξονικού ελευθεροτεκτονικού συστήματος είχε αναθέσει να οργανώσει τεκτονικές Στοές στη Μέση Ανατολή και στην Περσία (για να λειτουργούν ως κατασκοπευτικοί κόμβοι και νοοπολιτικά δίκτυα), και ο Έντουαρντ Μπράουν ήταν ο κορυφαίος οριενταλιστής της Μεγάλης Βρετανίας του δεκάτου ενάτου αιώνα (βλ. Keddie, Nikki, Sayyid Jamal al-Din Afghani: A Political Biography, Berkeley: University of California Press, 1972).
Το 1885, ο αλ-Αφγκάνι πήγε στο Λονδίνο μαζί με τον Γουίλφριντ Σκέιουεν Μπλαντ και παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις μήνες. Ο αλ-Αφγκάνι και το δίκτυό του υποστήριζαν τη Βρετανική Αυτοκρατορία εναντίον των Οθωμανών, και διαδραμάτισαν έναν σημαντικό ρόλο στην υποδαύλιση μιας εξέγερσης η οποία, το 1882, προσέφερε το πρόσχημα για τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Αίγυπτο για την «προστασία» της Διώρυγας του Σουέζ, η οποία ολοκληρώθηκε με μια επίσημη εισβολή και κατοχή που μετέτρεψαν την Αίγυπτο σε βρετανική αποικία. Το 1899, ο Μουχάμαντ Αμπντού (Muhammad Abduh, 1849–1905), ο οποίος ήταν ο πιο διακεκριμένος μαθητής του αλ-Αφγκάνι και μέλος της προαναφερθείσας τεκτονικής Στοάς «Αστέρας της Ανατολής», διορίστηκε Μέγας Μουφτής της Αιγύπτου και επιβλήθηκε ως η υπέρτατη αυθεντία στο ισλαμικό δίκαιο στην Αίγυπτο από τον Ίβελιν Μπάριν (Evelyn Baring), 1ο Κόμη του Κρόμερ (1st Earl of Cromer), ο οποίος ήταν ο γενικός πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στην Αίγυπτο από το 1833 έως το 1907, δηλαδή, και κατά την περίοδο της κατάληψης της Αιγύπτου από τη Μεγάλη Βρετανία (ας σημειωθεί, ότι κατά πάγια παράδοση, εκείνη την εποχή, τα βρετανικά προξενεία λειτουργούσαν και ως τοπικοί σταθμοί των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών).
Ο Μουχάμαντ Ρασίντ Ρίντα (Muhammad Rashid Rida), ελευθεροτέκτων και διακεκριμένος εκπρόσωπος του κινήματος του ισλαμικού μοντερνισμού, ήταν ο μέντορας του Αιγύπτιου λογίου και ιμάμη Χασάν αλ-Μπάνα (Hassan al-Banna, 1906–49), ο οποίος ίδρυσε τη Μουσουλμανική Αδελφότητα (Muslim Brotherhood). Η Μουσουλμανική Αδελφότητα ιδρύθηκε το 1928 με τη γενναία χρηματοοικονομική υποστήριξη που της παρασχέθηκε από τη Βρετανική Εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ (British Suez Canal Company), και υιοθέτησε το πρότυπο του δυτικού εθνικισμού και τη νεοτερική σκέψη περί ορθολογικής ιστορικής πράξης και προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Για τα επόμενα τουλάχιστον είκοσι πέντε έτη της ιστορίας της, η Μουσουλμανική Αδελφότητα χρησιμοποιήθηκε από Βρετανούς διπλωμάτες και κατασκόπους ως ένα εργαλείο της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά, περιστασιακώς, ο αλ-Μπάνα χρηματοδοτήθηκε και από το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς προκειμένου να προσφέρει ορισμένες υπηρεσίες στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες στη Μέση Ανατολή (βλ. Millar, Angel, The Crescent and the Compass: Islam, Freemasonry, Esotericism and Revolution in the Modern Age, Colac: Numen Books, 2015).
Ο έγκυρος Γάλλος γεωπολιτικολόγος και ερευνητικός δημοσιογράφος Τιερί Μεϊσάν (Thierry Meyssan) έχει αποκαλύψει ότι, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι μυστικές υπηρεσίες της Μεγάλης Βρετανίας και των Η.Π.Α. άρχισαν να χρησιμοποιούν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα για να δολοφονούν πρόσωπα τα οποία αντιστέκονταν στην αγγλοσαξονική πολιτική, και, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, χρησιμοποιούσαν ορδές ένοπλων τζιχαντιστών οι οποίοι ανήκαν στη Μουσουλμανική Αδελφότητα για να πολεμούν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν και στον Καύκασο ως μισθοφόροι της Δύσης (Meyssan, Thierry, Sous Nos Yeux: Du 11-Septembre à Donald Trump, Plogastel Saint-Germain: Éditions Demi-Lune, 2017, σελ. 99). Επί πλέον, σύμφωνα με την έρευνα που έχει διεξαγάγει ο Μεϊσάν, οι Μουσουλμάνοι Αδελφοί, από τη δεκαετία του 1990, έχουν χρησιμοποιηθεί από την άρχουσα ελίτ του ευρωατλαντικού συστήματος ως κοινωνικοί ταραξίες και πράκτορες υποκίνησης εξεγέρσεων εναντίον αραβικών καθεστώτων που δεν είναι αρεστά στην άρχουσα ελίτ του ευρωατλαντικού συστήματος (όπ.π.).
Τόσο η Μουσουλμανική Αδελφότητα όσο και, γενικώς, ο Σαλαφισμός οδηγούν τελικώς στη νομιμοποίηση του εγκλήματος και της τυραννίας διότι, καθώς χαρακτηρίζονται από μια ουσιαστική αδιαφορία προς τον συμβολισμό, την αλληγορία και τον μυστικισμό, μεταχειρίζονται τη θρησκεία με έναν απολύτως πραγματιστικό τρόπο, δηλαδή, ως ένα εργαλείο για την επιβολή της εξουσίας και ως ένα μέσο για την εξυπηρέτηση της κοινωνικής οργάνωσης. Με αυτό το σκεπτικό και με αυτή τη νοοτροπία, σε όλη τη διάρκεια του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι σαλαφιστές υπερασπίζονται την αυστηρή, τυπολατρική επιβολή θρησκευτικών νόμων (σαρία), και, με κέντρο τους τη Σαουδική Αραβία, όπου ο Σαλαφισμός επιβλήθηκε ως το επίσημο θρησκευτικό δόγμα του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας το 1932, χρηματοδοτούν τον ισλαμικό εξτρεμισμό και συγκρούονται με τα περισσότερα άλλα ρεύματα και δόγματα του Ισλάμ.
Η απόφαση να χρησιμοποιούνται τα συστήματα πνευματικής καλλιέργειας των ανθρώπων (οι «κουλτούρες»), οι νοοπολιτικοί θεσμοί και οι εσωτεριστικές εταιρείες (όπως τα ελευθεροτεκτονικά τάγματα) απλώς ως μέσα εξυπηρέτησης των πραγματιστικών και ιδιοτελών σκοπών κρατικών γραφειοκρατιών και οικονομικών συμφερόντων ή και ως άσυλα παραγόντων του οργανωμένου εγκλήματος είναι πνευματικώς όμοια με την απόφαση του Ησαύ να ανταλλάξει τα δικαιώματα που είχε ως ο πρωτότοκος υιός τού Ισαάκ και τής Ρεβέκκας με λίγο ψωμί και μαγείρεμα της φακής (Γένεση 25:29–34). Για παράδειγμα, αναφορικώς με το Ανατολικό Ζήτημα, ο στρατηγικός στόχος του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών και του βρετανικού Ελευθεροτεκτονισμού θα έπρεπε να είναι η αντικατάσταση των ανθρωπολογικών και των κοινωνικών προτύπων στα οποία βασιζόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία με ένα νέο, πνευματικώς ανώτερο πρότυπο ανθρωπότητας και με ένα νέο, πνευματικώς ανώτερο πρότυπο κοινωνίας. Τουναντίον, η πολιτική του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών και του βρετανικού Ελευθεροτεκτονισμού αναφορικώς με το Ανατολικό Ζήτημα υπαγορευόταν από βαρβαρικό πραγματισμό, ο οποίος, τελικώς, μετέτρεψε λαμπρούς βρετανικούς θεσμούς σε χορηγούς, εκτροφείς και διαχειριστές βαρβαρικών δυνάμεων.
Παραλλήλως προς την αυξανόμενη βρετανική επιρροή στη Μέση Ανατολή, ιδίως από τη δεκαετία του 1860 και μετά, η Γαλλία άρχισε και αυτή, με τη σειρά της, να χρησιμοποιεί συστηματικώς τον Ελευθεροτεκτονισμό ως ένα μέσο κατοχύρωσης και παγίωσης των γαλλικών γεωπολιτικών σφαιρών επιρροής, οι οποίες καθορίστηκαν επισήμως με τη Συμφωνία Σάικς–Πικό (Sykes–Picot Agreement), η οποία υπογράφθηκε μυστικώς το 1916 από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία: η Μεγάλη Βρετανία εκπροσωπούνταν από τον Βρετανό στρατιωτικό και διπλωμάτη σερ Μαρκ Σάικς (Sir Mark Sykes), και η Γαλλία, εκπροσωπούνταν από τον Γάλλο στρατιωτικό και διπλωμάτη Φρανσουά Ζορζ-Πικό (François Georges-Picot). Με τη Συμφωνία Σάικς–Πικό, η Γαλλία έθεσε υπό τον έλεγχό της τη νοτιοανατολική Τουρκία, το βόρειο Ιράκ, τη Συρία και τον Λίβανο.
Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα για την κατανόηση της νεότερης ιστορίας της Μέσης Ανατολής είναι η αλαουιτική ελίτ της Συρίας. Οι αλαουίτες (Alawites) αποτελούν μια αίρεση του σιιτικού Ισλάμ, και πιστεύεται ότι ο ιδρυτής αυτής της αίρεσης ήταν ο Ιμπν Νουσάιρ (Ibn Nusayr) στον ένατο αιώνα μ.Χ. Όπως όλοι οι σιίτες, οι αλαουίτες τιμούν ιδιαιτέρως τον Αλί, αλλά, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των σιιτών, πίνουν κρασί ως σύμβολο της μετουσίωσης του Αλί στο πλαίσιο των τελετουργιών τους, ερμηνεύουν το Κοράνιο με βάση δικά τους θεολογικά κείμενα που είναι επηρεασμένα από τον Γνωστικισμό, τον Νεοπλατωνισμό και τον Χριστιανισμό, επιτρέπουν την ήπια κατανάλωση αλκοολούχων ποτών στο πλαίσιο κοινωνικών συναναστροφών και πιστεύουν στη μετενσάρκωση.
Το 1936, διακεκριμένα μέλη της αλαουιτικής ελίτ της Συρίας υπέγραψαν μια επιστολή προς τον Γάλλο πρωθυπουργό Λεόν Μπλουμ (Léon Blum) με την οποία παρακαλούσαν τη Γαλλία να μην παραχωρήσει πλήρη ανεξαρτησία στη Συρία και να μην εγκαταλείψει τη Συρία, δηλώνοντας τα εξής: «Δεν νομίζουμε ότι η γαλλική κυβέρνηση και το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα θα δέχονταν να παραχωρήσουν τη συριακή ανεξαρτησία, η οποία στην πράξη θα σήμαινε την υποδούλωση του αλαουιτικού λαού και την έκθεση των μειονοτήτων στον κίνδυνο του θανάτου και του αφανισμού [… Οι αλαουίτες] είναι πιστοί φίλοι οι οποίοι έχουν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στους Γάλλους, απειλούμενοι με θάνατο και αφανισμό». Ένα από τα πρόσωπα που συνυπέγραψαν την προαναφερθείσα επιστολή ήταν ο Αλί Σουλεϊμάν αλ-Άσαντ (Ali Sulayman al-Assad), ο οποίος ήταν ένας ηγέτης των αλαουιτών στη Λαττάκεια (αρχαία ελληνική Λαοδίκεια) της Συρίας και διακεκριμένος ελευθεροτέκτων. Στη δεκαετία του 1970, η Γαλλία ανέθεσε τη διακυβέρνηση της Συρίας στους Σύρους αλαουίτες και συγκεκριμένα στην οικογένεια αλ-Άσαντ.
Το 1971, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ (Hafez al-Assad), ο οποίος ήταν υιός του Αλί Σουλεϊμάν αλ-Άσαντ και επίσης ελευθεροτέκτων, επέβαλε δικτατορικώς το μπααθικό καθεστώς του στη Συρία, και ήταν ο περιφερειακός γραμματέας της Περιφερειακής Διοίκησης του Συριακού Περιφερειακού Τμήματος του Αραβικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπάαθ και ο γενικός γραμματέας της Εθνικής Διοίκησης του Κόμματος Μπάαθ από το 1970 έως τον θάνατό του, το 2000. Ο διάδοχος του Χαφέζ αλ-Άσαντ στην ηγεσία της Συρίας ήταν ο δευτερότοκος υιός του, Μπασάρ αλ-Άσαντ (Bashar al-Assad).
Ο μπααθισμός συνδυάζει μια ήπια μορφή θρησκευτικότητας (η οποία στην περίπτωση του καθεστώτος Άσαντ εμπνέεται από τις αλαουιτικές δοξασίες) με μια σκληρή εθνικιστική ιδεολογία και πολιτική καθώς και με στοιχεία σοσιαλιστικής πολιτικής οικονομίας (συγκεκριμένα, γραφειοκρατικού σοσιαλισμού). Οι βαθείς δεσμοί μεταξύ του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και του γαλλικού πολιτικού κατεστημένου έγιναν φανεροί σε πολλές περιπτώσεις, περιλαμβανομένης της δολοφονίας του Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι (Muammar Gaddafi), το 2011, καθώς η ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι στη Λιβύη υποστηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, τόσο από τη Γαλλία όσο και από το συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ (βλ. Blomfield, Adrian, “Bashar al-Assad ‘Betrayed Col. Gaddafi to Save His Syrian Regime,’” The Telegraph, 30 September 2012, online:
https://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/africaandindianocean/libya/9577628/Bashar-al-Assad-betrayed-Col-Gaddafi-to-save-his-Syrian-regime.html).
Για να μπορέσει το δυτικό καπιταλιστικό κατεστημένο να κυριαρχήσει επάνω στον ισλαμικό κόσμο και να ενσωματώσει τον ισλαμικό κόσμο μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα έπρεπε οπωσδήποτε να αποδομηθεί η έννοια τού χαλιφάτου. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, επιδιώκοντας την αποδόμηση του χαλιφάτου και έχοντας συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο στόχος απαιτούσε την επιβολή ελεγχόμενων από τη Δύση καθεστώτων στα ιερά προσκυνήματα του Ισλάμ (που συνδέουν πνευματικά την «Ούμα», δηλαδή την παγκόσμια ισλαμική κοινότητα) η Μεγάλη Βρετανία έθεσε ως στρατηγικό στόχο της να αποσπάσει τα ιερά προσκυνήματα του Ισλάμ από τον χαλίφη τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να καλλιεργήσει μεταξύ του αραβοϊσλαμικού κόσμου την ιδεολογία τού εθνικισμού, που οδηγεί στην εκκοσμίκευση, επιφέρει την πολυδιάσπαση και πυροδοτεί τους εθνικούς εγωισμούς.
Ο στόχος της βρετανικής διπλωματίας επιτεύχθηκε όταν ο σαρίφ Χουσεΐν, τον οποίο οι Οθωμανοί είχαν διορίσει «σαρίφ» (ηγεμόνα) της Μέκκας και ο οποίος ήταν πρόγονος του σημερινού βασιλέα Χουσεΐν τής Ιορδανίας, έπαιξε το διπλωματικό παιχνίδι των Βρετανών και εξεγέρθηκε εναντίον τού Οθωμανού χαλίφη, ανακηρύσσοντας αυτόνομη δική του εξουσία επάνω στα ισλαμικά προσκυνήματα της Μέκκας, με τη συμμαχία και την προστασία τής Μεγάλης Βρετανίας. Έτσι ο Οθωμανός χαλίφης διατήρησε υπό τη διοίκησή του μόνο τα ισλαμικά προσκυνήματα της Μεδίνας, τα οποία όμως έχασε το 1919, όταν τα οθωμανικά στρατεύματα στην πόλη της Μεδίνας καθοδηγήθηκαν σε εξέγερση και στάση εναντίον του επικεφαλής τους, που ήταν ο πασάς Φάκρι (Fakhri Pasha). Επίσης, το 1919, τα βρετανικά στρατεύματα, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Άλενμπι (Allemby), κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Μετά από την απώλεια των ισλαμικών ιερών τόπων στην Αραβική Χερσόνησο και την απώλεια της Ιερουσαλήμ, το οθωμανικό χαλιφάτο ήταν πλέον νεκρό. Το οθωμανικό χαλιφάτο καταργήθηκε επίσημα στις 3 Μαρτίου 1924.
Στις 7 Μαρτίου 1924, ο σαρίφ Χουσεΐν, που με τη βοήθεια των Βρετανών είχε θέσει υπό την εξουσία του τη Μέκκα, διεκδίκησε να γίνει ο αρχηγός του χαλιφάτου, αφού το οθωμανικό χαλιφάτο είχε καταργηθεί. Επίσης υπερηφανεύθηκε για γεγονός ότι ήταν Χασιμίτης, δηλαδή ανήκε στη γενιά «Μπανού Χασίμ» της φυλής των Κουραΐς, στην οποία ανήκε ο ίδιος ο προφήτης Μωάμεθ. Όμως, ο σαρίφ Χουσεΐν ξέχασε σε αυτήν την περίπτωση ότι διατελούσε υπό τη διαχείριση των Βρετανών και ότι, πριν διεκδικήσει το χαλιφάτο για λογαριασμό του, έπρεπε να ζητήσει την άδεια της Μεγάλης Βρετανίας και να συνεννοηθεί επ’ αυτού του ζητήματος μαζί της.
Η διεκδίκηση του χαλιφάτου από τον Χασιμίτη σαρίφ Χουσεΐν δεν ήταν συμβατή με τα σχέδια της βρετανικής διπλωματίας, διότι ο σαρίφ Χουσεΐν είχε τάσεις αυτονόμησης και θα μπορούσε να αναζωογονήσει το μεγάλο ισλαμικό χαλιφάτο. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι Βρετανοί έδωσαν τις «ευλογίες» τους σε έναν άλλο «πελάτη» του βρετανικού πολιτικού συστήματος στην Αραβική Χερσόνησο και συγκεκριμένα στον Αμπντ αλ-Αζίζ Ιμπν Σαούντ. Ο Ιμπν Σαούντ λάμβανε μηνιαία αμοιβή πέντε χιλιάδες στερλίνες από το υπουργείο Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας, προκειμένου να μείνει ουδέτερος απέναντι στην εξέγερση του σαρίφ Χουσεΐν. Τελικά οι Βρετανοί εξασφάλισαν την κυριαρχία τού Σαούντ επάνω στα εδάφη που ήλεγχε προηγουμένως ο σαρίφ Χουσεΐν στην Αραβική Χερσόνησο, και έστειλαν τον σαρίφ Χουσεΐν να κυβερνήσει μια περιοχή που αντιστοιχεί στο σημερινό Χασιμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας.
Η κυριαρχία του οίκου των Σαούντ στην Αραβική Χερσόνησο και στους ιερούς τόπους του Ισλάμ συνδυάστηκε επίσης με μια συμμαχία μεταξύ του αρχηγού τής φυλής των Σαούντ με τον αρχηγό τής πουριτανικής, φανατικής ισλαμικής σέκτας των Ουαχαμπιστών (που ανήκει στην παράδοση του Σαλαφισμού). Αυτή η συμμαχία όριζε ότι η πολιτική κυριαρχία τής φυλής των Σαούντ θα συνδυάζεται πάντοτε με τη θρησκευτική κυριαρχία τής ισλαμικής σέκτας του Ουαχαμπισμού, που έχει μια πουριτανική, φορμαλιστική και εξτρεμιστική αντίληψη για την ισλαμική σαρία (κατ’ αναλογία προς τον αγγλικό χριστιανικό Πουριτανισμό του Κρόμγουελ), και αποτελεί μια μειοψηφούσα τάση στο Ισλάμ.
Σημαντική υπήρξε και η παρουσία του αγγλογαλλικού Ελευθεροτεκτονισμού στη νεότερη πολιτική ιστορία του Ιράν. Όπως και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, έτσι και στην περίπτωση του Ιράν, μέλη του κατεστημένου της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας χρησιμοποίησαν τον Ελευθεροτεκτονισμό για να δημιουργήσουν μια νέα ιρανική ελίτ η οποία, διά μέσου αγγλογαλλικών τεκτονικών Στοών, θα γαλουχούνταν με τη νεοτερική δυτική ιδεολογία του έθνους-κράτους, προκειμένου αυτή η νέα ελίτ να υιοθετήσει τη δυτική άποψη περί κοινωνικού εκσυγχρονισμού σε αντιδιαστολή προς την ιρανική αυτοκρατορική παράδοση και σε αντιδιαστολή προς τις ιρανικές πολιτιστικές παραδόσεις του Ζωροαστρισμού και του σιιτικού Ισλάμ.
Ένα διακεκριμένο μέλος αυτής της ανερχόμενης «εκσυγχρονιστικής» ιρανικής ελίτ ήταν και ο Μοχαμάντ Μοσαντέγ (Mohammad Mosaddegh), ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός του Ιράν κατά το χρονικό διάστημα 1951–53. Στη δεκαετία του 1900, ο Μοσαντέγ μυήθηκε στον Ελευθεροτεκτονισμό και ασχολήθηκε με αυτόν σε μια Στοά που ονομαζόταν «Adamiyat Society», δηλαδή, «Εταιρεία Ανθρωπότητα» (βλ. Milani, Abbas, Eminent Persians: The Men and Women Who Made Modern Iran, 1941 –1979, τόμ. 1, New York: Syracuse University Press, 2008, σελ. 238). Όμως, σταδιακώς, ο Μοσαντέγ ανέπτυξε μια εθνικιστική συνείδηση που υπερέβαινε τους σχεδιασμούς των Βρετανών και των Γάλλων, διότι η αντίληψη του Μοσαντέγ περί του έθνους-κράτους και περί του κοινωνικού εκσυγχρονισμού δεν περιοριζόταν στον μετασχηματισμό της αυτοκρατορικής και πολιτιστικής ταυτότητας του Ιράν, όπως ήθελαν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, αλλά περιλάμβανε ένα πρόγραμμα οικονομικού εκσυγχρονισμού και οικονομικής ανεξαρτητοποίησης του Ιράν από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Εξ ου και, στα τέλη της δεκαετίας του 1900, ο Μοσαντέγ αποχώρησε από τη Στοά «Adamiyat Society» και εντάχθηκε σε ένα συμβουλευτικό σώμα που θέσπισε ο βασιλέας του Ιράν. Το 1951, ως πρωθυπουργός πλέον, ο Μοσαντέγ προώθησε την εθνικοποίηση του ιρανικού πετρελαίου, κρατικοποιώντας την Αγγλοϊρανική Εταιρεία Πετρελαίου (πρόδρομο της BP).
Εξαιτίας της ρήξης του Μοσαντέγ με τη νεοαποικιοκρατική πολιτική που προωθούσαν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στη Μέση Ανατολή μέσω ελευθεροτεκτονικών δικτύων, εθνικιστικών κινημάτων και κινημάτων κοινωνικού εκσυγχρονισμού, η Μεγάλη Βρετανία έπεισε τις Η.Π.Α. να συνεργαστούν για την ανατροπή της κυβέρνησης του Μοσαντέγ. Η αμερικανική μυστική υπηρεσία CIA και η βρετανική μυστική υπηρεσία MI6 άρχισαν από το 1952 να δημιουργούν ένα δίκτυο πολιτικών, επιχειρηματιών και θρησκευτικών παραγόντων καθώς και ανώτερων στρατιωτικών του Ιράν με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης του Μοσαντέγ, στο πλαίσιο μιας μυστικής επιχείρησης με την κωδική ονομασία «Operation Ajax». Το υποστηριζόμενο από τη CIA και την MI6 πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Μοσαντέγ πραγματοποιήθηκε επιτυχώς τον Αύγουστο του 1953. Ως συνέπεια του πραξικοπήματος του 1953, σχηματίστηκε μια ιρανική κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Φραζλολά Ζάχεντι (Fazlollah Zahedi) η οποία επέτρεψε στον Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί (Mohammad Reza Pahlavi), τον τελευταίο Σάχη (βασιλέα) του Ιράν, να κυβερνήσει με ακόμη μεγαλύτερη ισχύ και σταθερότητα ως μονάρχης.
Προκειμένου να επιδιώξει έναν συμβιβασμό με τις δυτικόστροφες «εκσυγχρονιστικές» κοινωνικές δυνάμεις του Ιράν, ο Ρεζά Παχλαβί διόρισε τον Τζαφάρ Σαρίφ-Εμαμί (Jafar Sharif-Emami), «έναν ελευθεροτέκτονα από θρησκευόμενη οικογένεια», ως πρωθυπουργό (βλ. Ali, Abdulrahim, Iba Der Thiam, and Yusof A. Taleb, eds, The Different Aspects of Islamic Culture, τόμ. 6: Islam in the World Today, Paris: UNESCO, 2016, σελ. 375). Όμως, σταδιακώς, ο Ρεζά Παχλαβί εφάρμοσε μια εθνικιστική πολιτική που έμοιαζε όλο και περισσότερο με εκείνη του Μοσαντέγ, ενώ η δυτική ελευθεροτεκτονική συνωμοσία για τη χειραγώγηση της ιρανικής κοινωνίας συνεχιζόταν. Εξ ου και, στη δεκαετία του 1970, οι Η.Π.Α. αποφάσισαν να υποστηρίξουν την ανατροπή του Σάχη και την εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού καθεστώτος υπό τον Αγιατολάχ Χομεϊνί (Ayatollah Khomeini), με το σκεπτικό ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποδυναμωνόταν η αυτοκρατορική υπόσταση και νοοτροπία του Ιράν και θα διαμορφωνόταν ένα ισλαμικό ιρανικό καθεστώς που θα συνεργαζόταν με τις Η.Π.Α. εναντίον της «άθεης» Σοβιετικής Ένωσης. Η δυτική ελευθεροτεκτονική συνωμοσία για τη χειραγώγηση της ιρανικής κοινωνίας έπαιξε με τα αισθήματα του ιρανικού λαού εναντίον της αυταρχικής πολιτικής του Σάχη και υποστήριξε την επιστροφή του Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος, για ένα χρονικό διάστημα, ζούσε ως αυτοεξόριστος στη Γαλλία. Οι προαναφερθείσες δυτικές δυνάμεις υποστήριξαν την πολιτική άνοδο και επικράτηση Ιρανών οι οποίοι είχαν ζήσει και σπουδάσει στη Γαλλία και είχαν μυηθεί στον «κατάλληλο» Ελευθεροτεκτονισμό, όπως ο δημοκρατικός ακτιβιστής Μέχντι Μπαζαργκάν (Mehdi Bazargan), ο οποίος διετέλεσε ο πρώτος μεταβατικός πρωθυπουργός του Ιράν μετά από την Ιρανική Επανάσταση του 1979, και ο Αμπολχασάν Μπανισάντρ (Abolhassan Banisadr), ο οποίος διετέλεσε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας του Ιράν μετά από την Ιρανική Επανάσταση του 1979. Η Ιρανική Επανάσταση του 1979 κατήργησε την ιρανική μοναρχία και οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός σιιτικού καθεστώτος υπό την ηγεσία του Ιμάμη Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1978, ο Σάχης αισθανόταν ότι η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ συνωμοτούσε για να ανατρέψει το καθεστώς του. Ο Μανουσέρ Γκαντζί (Manouchehr Ganji), ο οποίος διετέλεσε υπουργός Παιδείας στο Ιράν κατά το χρονικό διάστημα 1976–79, έχει γράψει ότι η βασίλισσα και σύζυγος του Σάχη τού είχε εξομολογηθεί την ανησυχία της ότι οι Η.Π.Α. απεργάζονταν την ανατροπή του καθεστώτος του Σάχη (Ganji, Manouchehr, Defying the Iranian Revolution: From a Minister to the Shah to a Leader of Resistance, Westport, CT: Praeger, 2002). Ο τότε πρέσβης των Η.Π.Α. στο Ιράν, Γουίλιαμ Σάλιβαν (William Sullivan), είπε στον Ράμσεϊ Κλαρκ (Ramsey Clark), πρώην γενικό εισαγγελέα των Η.Π.Α., και στον διεθνολόγο Ρίτσαρντ Φαλκ (Richard Falk), οι οποίοι τον επισκέφθηκαν στο Ιράν το 1978, ότι η ισλαμική επανάσταση θα επιτύγχανε τους σκοπούς της. Στη συνέχεια, ο Κλαρκ και ο Φαλκ μετέβησαν, από το Ιράν, στο Παρίσι, όπου συναντήθηκαν με τον εξόριστο Ιμάμη Χομεϊνί. Όπως έχει γράψει ο Μανουσέρ Γκαντζί, ο Τζέιμς Μπιλ (James Bill), σύμβουλος του Κάρτερ, είχε την άποψη ότι ένα ιρανικό θρησκευτικό κίνημα υποβοηθούμενο από τις Η.Π.Α. θα αποτελούσε έναν φυσικό σύμμαχο των Η.Π.Α. (όπ.π.). Επίσης ο Γκαντζί έχει επισημάνει ότι, σε εκείνη τη χρονική περίοδο, το BBC μετέδιδε συχνά ραδιοφωνικά προγράμματα που υποστήριζαν τον Χομεϊνί στο Ιράν, διεξάγοντας μια εκλεπτυσμένη μορφή προπαγάνδας, που επιβεβαίωνε την αντίληψη ότι οι Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριζαν τον Χομεϊνί.
Στη συνεδρίαση της Ομάδας Μπίλντερμπεργκ (Bilderberg Group) που έλαβε χώρα τον Μάιο του 1979, ο Βρετανοαμερικανός ιστορικός Μπέρναρντ Λιούις (Bernard Lewis), ο οποίος ήταν καθηγητής της ιστορίας της Εγγύς Ανατολής στο Πανεπιστήμιο Princeton, σύμβουλος Αμερικανών πολιτικών και διακεκριμένο στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, εξέθεσε μια αμερικανοβρετανική στρατηγική η οποία περιλάμβανε τη χρήση του ριζοσπαστικού κινήματος του Χομεϊνί και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ως μέσων για να προκληθεί η «βαλκανοποίηση» ολόκληρης της μουσουλμανικής Ανατολής, διαιρώντας τη βάσει εθνοτικών και θρησκευτικών διαφορών (ο Χομεϊνί εξέφραζε το ριζοσπαστισμό των σιιτών, ενώ η Μουσουλμανική Αδελφότητα τον ριζοσπαστισμό των σουνιτών). Η Ομάδα Μπίλντερμπεργκ είναι ένα κλειστό ετήσιο συνέδριο μελών των ευρωατλαντικών ελίτ που ιδρύθηκε ως μια αποκλειστική και ελιτίστικη λέσχη του ΝΑΤΟ το 1954. Στην προαναφερθείσα συνάντηση της Ομάδας Μπίλντερμπεργκ, ο Μπέρναρντ Λιούις εισηγήθηκε ότι η Δύση έπρεπε να ενθαρρύνει αυτονομιστικά κινήματα Κούρδων, Αρμενίων, Λιβανέζων μαρωνιτών, Αιθιόπων κοπτών, Αζέρων Τούρκων κ.ά, ώστε να διατηρεί τη Μέση Ανατολή υπό έλεγχο, αφ’ ενός βάσει της πολιτικής «διαίρει και βασίλευε», αφ’ ετέρου μέσω της διαχείρισης της πολιτικής και της θρησκευτικής ελίτ των μουσουλμανικών κρατών από τη Δύση. Όμως, σταδιακώς, και το καθεστώς του Χομεϊνί άρχισε να διεκδικεί την αυτονόμησή του από τους δυτικούς παράγοντες που το είχαν υποστηρίξει, και, ιδίως από το 1983 και μετά, άρχισε να λαμβάνει σκληρά μέτρα για τον περιορισμό της δυτικής επιρροής στο Ιράν. Εξ ου και το νέο καθεστώς του Ιράν τέθηκε στο στόχαστρο δυτικών δυνάμεων, οι οποίες διαπίστωσαν ότι μια ακόμη πολιτικοοικονομική επένδυσή τους στον Ιράν δεν απέφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν.
Η διαμόρφωση και η χειραγώγηση του Σιωνισμού
Στον δέκατο ένατο αιώνα και στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης―πρωτίστως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία―προσπαθούσαν να ελέγξουν και να χρησιμοποιήσουν τα βαλκανικά, τα αραβικά, τα τουρκικά και τα ιουδαϊκά εθνικιστικά κινήματα και τους αντίστοιχους εθνικιστές ηγέτες με σκοπό να διαχειριστούν το Ανατολικό Ζήτημα σύμφωνα με τα γεωστρατηγικά σχέδια και συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Στη διπλωματική ιστορία, ο όρος «Ανατολικό Ζήτημα» («Eastern Question») αναφέρεται στον στρατηγικό ανταγωνισμό και στις πολιτικές θεωρήσεις των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων αναφορικώς με τη διαχείριση της διάλυσης της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον δέκατο όγδοο αιώνα έως τις αρχές του εικοστού αιώνα. Επίσης, κατά τη διάρκεια της ίδιας ιστορικής περιόδου, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά συστήματα πνευματικής καλλιέργειας και τις παραδοσιακές νοοτροπίες με τις αρχές του νεοτερικού εθνικισμού για να δημιουργήσουν νεοτερικά έθνη-κράτη τα οποία θα μπορούσαν να ενσωματωθούν εύκολα στο εγκαθιδρυμένο καπιταλιστικό σύστημα και στο βιομηχανικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης.
Τον Νοέμβριο του 1917, η Μεγάλη Βρετανία, η οποία ήταν η κύρια δύναμη της εκκοσμίκευσης, η οποία επιδιώκει να διαχωρίσει τη θρησκεία από την πολιτική, εξέδωσε τη Διακήρυξη Μπάλφουρ (Balfour Declaration)―μια επιστολή του υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Τζέιμς Μπάλφουρ (James Balfour), απευθυνόμενη στον Βαρόνο Λάιναλ Γουόλτερ Ρόθτσαϊλντ (Lionel Walter Rothschild)―σύμφωνα με την οποία αποτελούσε πρόθεση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας να εργαστεί για την ίδρυση μιας ιουδαϊκής εθνικής εστίας στους Αγίους Τόπους. Γιατί άραγε ένα εκκοσμικευμένο κράτος το οποίο μάλιστα είναι η ηγέτιδα δύναμη της εκκοσμίκευσης να διακηρύσσει την πρόθεσή του να εργαστεί για την ίδρυση μιας «ιουδαϊκής» εθνικής εστίας, δηλαδή, ενός «ιουδαϊκού» κράτους, στην Παλαιστίνη; Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1917, ένα βρετανικό στρατιωτικό σώμα υπό τη διοίκηση του στρατηγού Έντμουντ Άλενμπι (Edmund Allenby) νίκησε τον ισλαμικό οθωμανικό στρατό και απελευθέρωσε τους Αγίους Τόπους, περιλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ. Όταν ο Άλενμπι εισήλθε στην Ιερουσαλήμ, διακήρυξε: «οι πόλεμοι των σταυροφοριών έχουν τώρα ολοκληρωθεί». Με ποιο σκεπτικό, άραγε, ο Άλενμπι ισχυρίστηκε ότι η εκκοσμικευμένη του Βρετανία συνέχιζε τους θρησκευτικούς πολέμους που είχαν αρχίσει από τον Παπισμό περίπου εννέα αιώνες πριν από την εποχή του;
Η προαναφερθείσα παράξενη συμπεριφορά του βρετανικού κατεστημένου μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν κάποιος λάβει υπ’ όψη του την πραγματικότητα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και υποδηλώνει τη χειραγώγηση του νεοτερικού Ιουδαϊσμού από γεωστρατηγιστές και άλλους ιστορικούς κερδοσκόπους. Παρομοίως, στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος, ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις χειραγώγησαν τον νεοτερικό Ελληνισμό για να δημιουργήσουν ένα γεωπολιτικό προτεκτοράτο στα Βαλκάνια, ιδρύοντας ένα νεοτερικό ελληνικό έθνος-κράτος, του οποίου οι άρχουσες ελίτ θα ήταν πνευματικώς εμβαπτισμένες στα νεοτερικά δυτικά ρεύματα του ρομαντισμού, του εθνικισμού και της αστικής πολιτικής οικονομίας (αυτό το σχέδιο εφαρμόστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, το οποίο υπογράφθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία). Ωστόσο, οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας και χρήσης του Ιουδαϊσμού σύμφωνα με τη λογική του νεοτερικού εθνικισμού υποτιμά τον Ιουδαϊσμό και διαστρεβλώνει την Τορά, ακριβώς όπως οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας και χρήσης του Ελληνισμού σύμφωνα με τη λογική του νεοτερικού εθνικισμού υποτιμά και διαστρεβλώνει τον Ελληνισμό.
Η δημιουργία του σιωνιστικού Κράτους του Ισραήλ στην αποαποικιοποιημένη Μέση Ανατολή το 1948 ήταν, κατ’ αρχήν, ένα πολιτικώς και νομικώς δίκαιο γεγονός. Επί πλέον, σε διάφορες περιπτώσεις, στον εικοστό αιώνα, το σιωνιστικό Κράτος του Ισραήλ λειτούργησε ως ένα γεωστρατηγικό και πολιτικό ανάχωμα το οποίο προστάτευε τον πολιτισμένο κόσμο από ποικίλα μεσανατολικά φαινόμενα και παραδόσεις ολοκληρωτισμού, δεισιδαιμονίας και σκοταδισμού. Ωστόσο, αυτά τα γεγονότα δεν θα έπρεπε να εμποδίσουν κάποιον να έχει επίγνωση του τρόπου με τον οποίο ο Σιωνισμός έχει εργαλειοποιηθεί από ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, τις Η.Π.Α. και στρατιωτικές βιομηχανίες στο πλαίσιο του δυτικού ιμπεριαλισμού, της Realpolitik και του διεθνούς εμπορίου όπλων. Γι’ αυτόν τον λόγο, στην πραγματικότητα, οι ίδιες δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις που έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του σιωνιστικού Κράτους του Ισραήλ έχουν επίσης διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και στην ενδυνάμωση του Σαλαφισμού, της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και διαφόρων αραβικών εκδοχών του φασισμού. Εξ ου και η Χάνα Άρεντ (Hannah Arendt), η οποία ήταν μια από τις επιδραστικότερες προσωπικότητες της σιωνιστικής πολιτικής φιλοσοφίας του εικοστού αιώνα, έχει αναλύσει διεξοδικώς την «κοινοτοπία του κακού» στις μεσανατολικές υποθέσεις, και έχει ασκήσει μια δημιουργική και δίκαιη κριτική στη συνεργασία μεταξύ σιωνιστών ηγετών και δυτικών αποικιοκρατικών ελίτ (Arendt, Hannah, Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil, New York: Viking Press, 1964).
Το 1914, υπήρχαν έξι κύριες γεωπολιτικές Δυνάμεις στην Ευρώπη: η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της τους Αγίους Τόπους. Τον Ιούνιο του 1914, ο Αρχιδούκας Φραντς Φέρντιναντ (Franz Ferdinand), ο οποίος ήταν ο διάδοχος του αυστροουγγρικού θρόνου, δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο, και, όπως επιδιωκόταν από τους συνωμότες οι οποίοι ήθελαν να οδηγήσουν την Ευρώπη σε έναν μεγάλο πόλεμο, τα «ίχνη» οδήγησαν στη Ρωσία (βλ. Docherty, Gerry, and Jim Macgregor, Hidden History: The Secret Origins of the First World War, London: Mainstream/Penguin, 2014). Επισήμως, ο Φραντς Φέρντιναντ δολοφονήθηκε από την οργάνωση Νέα Βοσνία και τη σερβική μυστική εταιρεία Το Μαύρο Χέρι. Η μυστική εταιρεία Το Μαύρο Χέρι ιδρύθηκε το 1911 από τον συνταγματάρχη Ντραγκούτιν Ντιμιτριέβιτς (Dragutin Dimitrijevic), γνωστό με το ψευδώνυμο Άπις (Apis), ο οποίος ήταν ο αρχηγός του Τμήματος Πληροφοριών του Σερβικού Γενικού Επιτελείου και ελευθεροτέκτων (έχοντας δεσμούς με Στοές στο Λονδίνο, στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ουγγαρία), και, αφού ίδρυσε τη μυστική του εταιρεία, έστειλε δολοφόνους στη Βιέννη για να σκοτώσουν τον Αυστριακό Αυτοκράτορα Φραντς Γιόζεφ (Franz Josef), αλλά το σχέδιό του απέτυχε. Το 1917, ο Ντιμιτριέβιτς καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκε. Τελικώς, μετά από τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραντς Φέρντιναντ, η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, και, τότε, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, οι οποίες είχαν υπογράψει μια αμυντική συνθήκη με τη Ρωσία, έσπευσαν σε βοήθεια της Ρωσίας και εισήλθαν στον πόλεμο. Ο Γάλλος πρόεδρος Ρεμό Πουανκαρέ (Raymond Poincaré) διεκδικούσε την Αλσατία-Λορένη από τη Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία ήθελε να περιορίσει τη γερμανική δύναμη και να αποτρέψει την περαιτέρω ανάπτυξη του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, και ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Σαζόνοφ (Sergei Sazonov) πίστευε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη/Ιστανμπούλ και τα Στενά του Βοσπόρου. Η Γερμανία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξωθήθηκε στο πλευρό της Γερμανίας.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εξερράγη τον Ιούλιο του 1914. Το 1915, η Μεγάλη Βρετανία, η οποία ήταν ακόμη η μεγαλύτερη γεωπολιτική δύναμη στον κόσμο και ήθελε να διεξαγάγει έναν προληπτικό πόλεμο εναντίον της ανερχόμενης δύναμης της Γερμανίας, ήλθε αντιμέτωπη με την προοπτική της ήττας από τη Γερμανία, διότι η Γερμανία αποκάλυψε και χρησιμοποίησε νέα στρατιωτική τεχνολογία η οποία δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ άλλοτε έως τότε, κυρίως το υποβρύχιο (οι πολεμικές επιχειρήσεις που διεξήγαν τα γερμανικά υποβρύχια προκάλεσαν κολοσσιαίες ζημίες στον βρετανικό εμπορικό στόλο). Υπό την πίεση των προαναφερθεισών δυσμενών συνθηκών, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η βρετανική κυβέρνηση σύναψε μια ιδιόμορφη συμφωνία με το σιωνιστικό κίνημα το οποίο αντιπροσωπευόταν από τον Χάιμ Βάισμαν (Chaim Weizmann) και την πολυεθνική (γερμανο-γαλλο-βρετανική ιουδαϊκή) οικογένεια Ρόθτσαϊλντ. Η βρετανική κυβέρνηση υποσχέθηκε στο σιωνιστικό κίνημα ότι η Μεγάλη Βρετανία θα υποστήριζε τη δημιουργία μιας ιουδαϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη αν η Μεγάλη Βρετανία κέρδιζε τον πόλεμο, για δύο λόγους: πρώτον, επειδή καθεμιά από τις Συμμαχικές Δυνάμεις προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοια όλων των ειδών των εθνοτικών μειονοτήτων στην Ευρώπη για να κερδίσει ένα πλεονέκτημα στη διεξαγωγή του πολέμου· και, δεύτερον, επειδή, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας βρετανο-σιωνιστικής συμφωνίας, το σιωνιστικό κίνημα ανέλαβε την υποχρέωση να εργαστεί μέσω των υπερεθνικών δικτύων του για να οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στον πόλεμο στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας με αντάλλαγμα την υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας στον σιωνιστικό στόχο (βλ. Bloom, Cecil, “Sir Mark Sykes: British Diplomat and a Convert to Zionism,” Jewish Historical Studies, τόμ. 43, 2011, σελ. 141–157).
Στις 8 Φεβρουαρίου 1920, η εδρεύουσα στο Λονδίνο εφημερίδα Illustrated Sunday Herald, στη σελίδα 5, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Σιωνισμός εναντίον Μπολσεβικισμού: Ένας Αγώνας για την Ψυχή του Ιουδαϊκού Λαού» («Zionism versus Bolshevism: A Struggle for the Soul of the Jewish People») γραμμένο από τον Βρετανό πολιτικό Γουίνστον Τσόρτσιλ (Winston Churchill). Σε εκείνο το άρθρο, ο Τσόρτσιλ ισχυρίστηκε ότι «στην παρούσα μοιραία περίοδο υπάρχουν τρεις κύριες γραμμές πολιτικής σκέψης μεταξύ των ιουδαίων, δύο από τις οποίες είναι υποβοηθητικές και ελπιδοφόρες […] και η τρίτη απολύτως ολέθρια». Συγκεκριμένα, στο ίδιο άρθρο, ο Τσόρτσιλ κατηγοριοποίησε τους ιουδαίους στις εξής τρεις κατηγορίες: (i) Εθνικοί ιουδαίοι: «Οι ιουδαίοι οι οποίοι, διαμένοντας σε κάθε χώρα ανά τον κόσμο, ταυτίζουν τους εαυτούς τους με εκείνη τη χώρα, εντάσσονται στην εθνική της ζωή, και, ενώ προσκολλώνται πιστά στη δική τους θρησκεία, θεωρούν τους εαυτούς τους πολίτες με την πληρέστερη έννοια του όρου εκείνου του Κράτους που τους έχει δεχθεί». (ii) Διεθνείς ιουδαίοι: «Οι οπαδοί αυτής της καταχθόνιας συνομοσπονδίας έχουν ως επί το πλείστον ανατραφεί μεταξύ δυστυχισμένων πληθυσμών χωρών στις οποίες οι ιουδαίοι υπέστησαν διωγμούς […] Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από αυτούς έχουν απαρνηθεί την πίστη των προγόνων τους […] Αυτό το κίνημα μεταξύ των ιουδαίων δεν είναι καινούργιο. Από τις ημέρες του Σπάρτακου–Βάισχαουπτ (Spartacus–Weishaupt) έως εκείνες του Καρλ Μαρξ (Karl Marx) και εν συνεχεία του Τρότσκι (Trotsky) στη Ρωσία, του Μπέλα Κουν (Bela Kun) στην Ουγγαρία, της Ρόζας Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg) στη Γερμανία και της Έμα Γκόλντμαν (Emma Goldman) στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η παγκόσμια συνωμοσία για την ανατροπή του πολιτισμού και για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας επί τη βάσει ελλιπούς ανάπτυξης, φθονερής μοχθηρίας και αδύνατης ισότητας, αναπτύσσεται σταθερά». (iii) Σιωνισμός: «Σε έντονη αντίθεση προς τον διεθνή κομμουνισμό, παρουσιάζει στον ιουδαίο μια εθνική ιδέα με επιβλητικό χαρακτήρα. Έλαχε στη Βρετανική Κυβέρνηση, ως συνέπεια της κατάκτησης της Παλαιστίνης, να έχει την ευκαιρία και την ευθύνη να εξασφαλίσει για την ιουδαϊκή φυλή ανά τον κόσμο μια εστία και ένα κέντρο εθνικής ζωής». Συνεπώς, σύμφωνα με το προαναφερθέν σκεπτικό του Τσόρτσιλ, η βρετανική κυβέρνηση θα έπρεπε να συνεργαστεί με «εθνικούς ιουδαίους» και σιωνιστές εναντίον της ανερχόμενης δύναμης της Γερμανίας, του κομμουνισμού και των «διεθνών ιουδαίων» (που ήταν μη-θρησκευόμενοι προοδευτικοί, φιλελεύθεροι/κομμουνιστές/αναρχικοί). Με άλλα λόγια, ο Τσόρτσιλ χρησιμοποιούσε τον Σιωνισμό ως εργαλείο, αφ’ ενός για να δημιουργήσει ένα χειραγωγούμενο ιουδαϊκό γεωπολιτικό «μαντρί» στη Μέση Ανατολή, αφ’ ετέρου για να καταπολεμήσει τον Μπολσεβικισμό και αναρχικά-διεθνιστικά κινήματα. Στην πραγματικότητα, το προαναφερθέν σκεπτικό του Τσόρτσιλ αποτελεί τη βάση της Διακήρυξης Μπάλφουρ και της στάσης του αγγλοαμερικανικού κατεστημένου, περιλαμβανομένου του αγγλοαμερικανικού Ελευθεροτεκτονισμού, προς τον Σιωνισμό, καθώς ενσωματώνει τον Σιωνισμό μέσα σε ένα ευρύτερο νεοτερικό δυτικό αυτοκρατορικό σχέδιο για τον κόσμο (εξ ου και ο φόβος και η απέχθεια του Τσόρτσιλ προς τον μη-κομφορμιστή «διεθνή ιουδαίο»).
Το 1924, η Ιουδαϊκή Τηλεγραφική Υπηρεσία (Jewish Telegraphic Agency) έγραψε ότι εκατόν πενήντα Σεβάσμιοι Διδάσκαλοι και Πρώην Σεβάσμιοι Διδάσκαλοι τεκτονικών Στοών στη Μείζονα Νέα Υόρκη παρέθεσαν δείπνο προς τιμή του Χάιμ Βάισμαν, προέδρου του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού (World Zionist Organization). Επιπροσθέτως, αξίζει να επισημάνουμε ότι μέλη της οικογένειας Ρόθτσαϊλντ έχουν βαθιά ανάμειξη στον νεοτερικό αγγλικό Ελευθεροτεκτονισμό. Στις 30 Μαΐου 1892, ιδρύθηκε η Στοά «Ferdinand de Rothschild» υπ’ αριθμόν 2420 στο Γουάντεσντον (στο Μπάκινγκχαμσιρ) υπό την αιγίδα της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας. Ο Ζεέβ Ζαμποτίνσκι, ένας ακόμη ελευθεροτέκτων, μαζί με τον Τζόσεφ Τράμπελντορ (Joseph Trumpeldor) συνίδρυσαν την Ιουδαϊκή Λεγεώνα του βρετανικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ζαμποτίνσκι―του οποίου το Αναθεωρητικό Σιωνιστικό Κίνημα (Revisionist Zionist Movement) δημιουργήθηκε αρχικώς ως ένα πιόνι στο ευρύτερο βρετανικό γεωπολιτικό παίγνιο―γεννήθηκε στην Οδησσό στις 18 Οκτωβρίου 1880, και μυήθηκε στον Ελευθεροτεκτονισμό στη Στοά «Βόρειος Αστέρας» («Northern Star») τον Μάιο του 1931 (η Στοά «Βόρειος Αστέρας» ήταν η σημαντικότερη Στοά εξόριστων Ρώσων οι οποίοι ζούσαν στη Γαλλία και λειτουργούσε υπό την αιγίδα της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας). Ωστόσο, στην ίδια χρονική περίοδο, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, με τις μυστικές τους υπηρεσίες και τα ελευθεροτεκτονικά τους δίκτυα, συνεργάζονταν με αραβοϊσλαμικές δυνάμεις και χειραγωγούσαν τον αραβοϊσλαμικό εξτρεμισμό εφαρμόζοντας την πολιτική «διαίρει και βασίλευε» στη Μέση Ανατολή.
Ο Δρ. Νικόλαος Λάος είναι φιλόσοφος και μαθηματικός, εργάζεται ως σύμβουλος και εκπαιδευτής σε θέματα μαθηματικού μοντελισμού και νοοπολιτικής, και έχει ερευνήσει τα ζητήματα της γεωπολιτικής του Ελευθεροτεκτονισμού στα οποία αναφέρεται τόσο ως ακαδημαϊκός ερευνητής όσο και ως τέκτων, ενεργό-εκτελεστικό μέλος τού 33ου βαθμού του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου του Ordine Massonico Tradizionale Italiano (Ρώμη, Ιταλία). Είναι συγγραφέας του εκδοτικού οίκου Nova Science Publishers σε θέματα μαθηματικών και φιλοσοφίας (Νέα Υόρκη):
https://novapublishers.com/shop/a-course-of-philosophy-and-mathematics-toward-a-general-theory-of-reality/
Ιστορική ημέρα η 21η Νοεμβρίου 2024. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αψήφισε απειλές, επιθέσεις και εκβιασμούς και εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά του πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπένζαμιν Νετανιάχου και τον πρώην υπουργό Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ, όπως και...
Δήμητρα Κυρανούδη, ΒερολίνοΟλοταχώς για πρόωρες εκλογές βαδίζει η Γερμανία. Μένει να φανεί πότε ακριβώς. Ποια είναι τα επόμενα βήματα και οι προθεσμίες βάσει του Γερμανικού Συντάγματος.Οι πρόωρες εκλογές στη Γερμανία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση...
Ριζοσπάστης και ακτιβιστής, σεβαστός ακόμη και από τους Ρεμπουμπλικάνους, ο Μπέρνι Σάντερς επανεξελέγη Γερουσιαστής της Πολιτείας του Βερμόντ με ποσοστό 63,3%. για τέταρτη συνεχή θητεία Ανήκει στην Αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος και δεν...
Μπουράκ ΟυνβερένΠολλοί στην Τουρκία θεωρούν ότι η επίθεση του ΡΚΚ στη βιομηχανία TUSAS υποσκάπτει τις προσπάθειες επίλυσης του Κουρδικού. Ποιο είναι ο PKK και ποιοι οι στόχοι του; Το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και συγκεκριμένα μια αυτόνομη ομάδα του...