*Δρ. Νικόλαος Λάος
Γεωπολιτική, Νοοπολιτική, Κατασκοπεία και Μυστικιστικά Τάγματα- Ο τουρκικός παράγοντας: η άνοδος και η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

    Τα παλαιότερα αξιόπιστα ιστορικά στοιχεία που διαθέτουμε για την ύπαρξη και την ιστορική δράση του τουρκικού λαού ανάγονται στον έβδομο αιώνα μ.Χ., και υποδηλώνουν ότι η κοιτίδα του τουρκικού πολιτισμού ήταν η Λίμνη Βαϊκάλη, στη νότια Σιβηρία (πλησίον στη σημερινή Μογγολία), όπου έχουν βρεθεί τουρκογενείς ρουνικές επιγραφές (οι λεγόμενοι «Ορχονικοί Ρούνοι», που έχουν λάβει την ονομασία τους από την κοιλάδα Ορχόν της Μογγολίας).

 

Ένα μέρος των τουρκικών νομάδων συνέχισε να μετακινείται εντός της Ευρασίας και κατευθύνθηκε βορειοδυτικώς της Κασπίας Θάλασσας, εισβάλλοντας ακόμη και στην κεντρική Ευρώπη, ενώ ένα άλλο μέρος των τουρκικών νομάδων κατευθύνθηκε προς τη Μέση Ανατολή εισβάλλοντας πρώτα στο Ιράν. Οι Τούρκοι γνώρισαν για πρώτη φορά το Ισλάμ και, τελικώς, το ασπάστηκαν στο Ιράν. Εξ ου και πολλές από τις λέξεις που οι Τούρκοι χρησιμοποιούν στο πλαίσιο του Ισλάμ είναι περσικής, και όχι αραβικής, προέλευσης (για παράδειγμα, ενώ, στα αραβικά, η προσευχή λέγεται «σαλάχ», οι Τούρκοι χρησιμοποιούν την αντίστοιχη περσική λέξη, που είναι «ναμάζ»). Στη συνέχεια, διά μέσου του Ιράν, οι Τούρκοι, έχοντας πλέον εξισλαμιστεί και δεχθεί σημαντικές επιδράσεις από τον περσικό πολιτισμό, κατευθύνθηκαν προς την Ανατολία (σημερινή ανατολική Τουρκία), η οποία τότε ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 1071, στη Μάχη του Μαντζικέρτ, πλησίον της Λίμνης Βαν, οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς. Αυτό το γεγονός θεωρείται ότι αποτελεί την απαρχή του εκτουρκισμού της Ανατολίας, αφού η νίκη των Σελτζούκων Τούρκων στη Μάχη του Μαντζικέρτ επέτρεψε στους Τούρκους φυλάρχους να εισβάλλουν στην Ανατολία και, σταδιακώς, να την κατακτήσουν ολόκληρη. 

    Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα βασικά ζητήματα αναφορικώς με τη Μογγολική Αυτοκρατορία και τα τουρκικά φύλα. Η Μογγολική Αυτοκρατορία ιδρύθηκε στις αρχές του δεκάτου τρίτου αιώνα μ.Χ. από τον Μογγόλο φύλαρχο Τεμουτζίν, ο οποίος, αφού ένωσε όλες τις μογγολικές φυλές, αναγνωρίστηκε και επιβλήθηκε ως ο «Τζένγκις Χαν», που σημαίνει «καθολικός κυβερνήτης» (βλ. Morgan, David, The Mongols, second edition, Oxford: Blackwell, 2007). Ο Τζένγκις Χαν κατόρθωσε να κατακτήσει και να ενώσει υπό την εξουσία του τον κυριότερο όγκο της Ευρασίας. Εισήγαγε μια νέα πολιτική ιδεολογία στην Ευρασία, συγκεκριμένα, την πεποίθηση ότι ο Τζένγκις Χαν και η δυναστεία του ήταν αποδέκτες μιας θείας δωρεάς. Γι’ αυτόν τον λόγο, από τότε και για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κατάκτηση της εξουσίας στην Ευρασία ήταν συναρτημένη με την ύπαρξη κάποιας σχέσης μεταξύ του εκάστοτε επίδοξου ηγεμόνα και του Τζένγκις Χαν. Ακόμη και οι μεταγενέστεροι Οθωμανοί σουλτάνοι έβλεπαν τους εαυτούς τους ως διαδόχους του Τζένγκις Χαν, και προέβαλλαν σχετικούς ισχυρισμούς. Όλες οι ιστορικές πηγές εκείνης της εποχής, τόσο οι αραβικές όσο και οι σλαβικές, περιγράφουν με δραματικούς τόνους τη βιαιότητα και την καταστροφικότητα των Μογγόλων, καθώς και τον φόβο που ενέπνεε, τόσο σε Άραβες όσο και σε Σλάβους, η επεκτατική πολιτική των Μογγόλων. Ωστόσο, στις περιοχές που κατακτούσαν οι Μογγόλοι, αφού προέβαιναν σε σφαγές και λεηλασίες, και έπαιρναν δούλους, επέβαλλαν ένα καθεστώς σχετικώς ελεύθερου εμπορίου (απηχώντας, άλλωστε, τη νοοτροπία των νομάδων), ενθάρρυναν τις συναλλαγές και, γενικώς, την αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών λαών, και επιδείκνυαν μια μορφή θρησκευτικής ανοχής, η οποία υπαγορευόταν κυρίως από δεισιδαιμονικές αντιλήψεις που καλλιεργούσαν έναν ιδιόμορφο φόβο απέναντι στην εξουσία των θρησκευτικών ηγετών και από σαμανιστικές δοξασίες. Ο Σαμανισμός είναι ένα μαγικο-θρησκευτικό σύστημα που βασίζεται στην έκσταση και στην προσπάθεια κατανόησης των αρχών του κόσμου, της γης και των ζώων. Οι σαμάνοι, παραδοσιακώς, εκπληρώνουν τον ρόλο του ιερέα, του μάγου, ή του θεραπευτή. Ο μογγολικός Σαμανισμός, ειδικώς, είναι γνωστός με το όνομα Τενγκερισμός (Tengerism), και είναι επικεντρωμένος στη λατρεία των «τένγκρι» (θεοτήτων) και του ύψιστου «Τένγκερ», ο οποίος αντιστοιχεί στον Ουρανό (Θεός του Ουρανού). Το Μαυσωλείο του Τζένγκις Χαν, στην πόλη Όρντος, στην Εσωτερική Μογγολία, αποτελεί ένα σημαντικό κέντρο του μογγολικού Σαμανισμού. 

    Όταν οι Μογγόλοι εισέβαλαν στη Μέση Ανατολή, εκτός από το ότι κατέλαβαν τη Βαγδάτη (1258), κατέστρεψαν και κατέλαβαν επίσης τις ηγεμονίες των Σελτζούκων Τούρκων στην Ανατολία (1243–1335). Καθώς οι Μογγόλοι εξήλθαν από την Ευρασία με κατεύθυνση προς τη Μέση Ανατολή, έχοντας ενώσει μεγάλες περιοχές της Ευρασίας, της Μέσης Ανατολής, της Ρωσίας και της Κίνας σε μια ενιαία αυτοκρατορία, υπέστησαν μια καθοριστική ήττα στη Μέση Ανατολή, συγκεκριμένα, στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ, στη νοτιοανατολική Γαλιλαία, τον Σεπτέμβριο του 1260. Στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ, οι Μογγόλοι ηττήθηκαν από μια ομάδα που ονομαζόταν Μαμελούκοι. Στα αραβικά, η λέξη «μαμλούκ» σημαίνει δούλος. Οι Μαμελούκοι ήταν Μουσουλμάνοι οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στη Μέση Ανατολή από την Ευρασία, κυρίως από περιοχές της Κριμαίας, του Ευξείνου Πόντου και του Καυκάσου, και είχαν κυρίως τουρκική, αμπχαζική και γεωργιανή καταγωγή. Τα νέα αγόρια των Μαμελούκων απήγοντο, και, παρ’ ότι παρέμεναν τυπικώς δούλοι,  εκπαιδεύονταν για να υπηρετήσουν ως στρατιώτες και διοικητικοί υπάλληλοι του σουλτάνου της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Αγιουβιδών (η  Δυναστεία των Αγιουβιδών  ήταν κουρδικής καταγωγής, ιδρύθηκε από τον Σαλαντίν (Saladin) και εξουσίασε μεγάλα τμήματα της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του δωδεκάτου και του δεκάτου τρίτου αιώνα).  Εξ ου και, υπό τη δυναστεία των Αγιουβιδών, οι διοικητικές και οι στρατιωτικές ελίτ του Σουλτανάτου της Αιγύπτου αποτελούνταν κυρίως από Μαμελούκους, δηλαδή, από ευρασιατικούς πληθυσμούς και όχι από Αιγυπτίους. Η νίκη των Μαμελούκων επί των Μογγόλων στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ οδήγησε στη σταδιακή διάλυση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. 

    Η ήττα των Μογγόλων στη Μέση Ανατολή, συγκεκριμένα, στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ, επέφερε τη συνολική αποδυνάμωση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, η οποία άρχισε να συρρικνώνεται στην Ευρασία, σε αντιδιαστολή προς τη σταδιακή επέκταση των Ρώσων στην Ευρασία. Τον δέκατο έκτο αιώνα, ο Ρώσος Τσάρος Ιβάν Δ´ Βασίλιεβιτς (1530–84), γνωστότερος ως Ιβάν ο Τρομερός, έχοντας ενώσει όλους τους Ρώσους, και έχοντας ενθρονιστεί ως τσάρος και κυβερνήτης Πασών των Ρωσιών με πρωτεύουσα τη Μόσχα, σταθεροποίησε την εξουσία της Μόσχας επί των ρωσικών εδαφών, και επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, προσαρτώντας τα διάδοχα Χανάτα της αποκληθείσας «Χρυσής Ορδής» (δηλαδή, των τουρκομογγολικών φυλών) στον Βόλγα και κατακτώντας σταδιακώς τη Σιβηρία (η λέξη «Χανάτο» είναι τουρκομογγολική, και σημαίνει μια πολιτική οντότητα που κυβερνάται από έναν «Χαν», που είναι τίτλος πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις τουρκομογγολικές νομαδικές φυλές που ζούσαν βορείως της Κίνας, και είναι αντίστοιχος του τίτλου «βασιλέας»).

    Η οθωμανική δυναστεία των Τούρκων ιδρύθηκε στη δυτική Ανατολία, το 1299, από τον Σουλτάνο Οσμάν Α´. Στον δέκατο τέταρτο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως μια βαλκανική, παρά μεσανατολική, αυτοκρατορία, καθώς εκτεινόταν κυρίως στη δυτική Ανατολία και στην περιοχή της ανατολικής και της νότιας Βαλκανικής Χερσονήσου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε μια μεγάλη δύναμη του διεθνούς συστήματος της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής μετά από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (υπό τον Σουλτάνο Μεχμέντ Β´), το 1453, και μετά από τη σταδιακή επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ολόκληρη την Ανατολία και στη Μέση Ανατολή. Η κορύφωση της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έλαβε χώρα κατά τη χρονική περίοδο που σε αυτήν βασίλευε ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α´ ο Μεγαλοπρεπής, δηλαδή, κατά τη χρονική περίοδο 1520–66. Ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α´ ο Μεγαλοπρεπής διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του θεσμικού συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και, γι’ αυτόν τον λόγο, έγινε γνωστός μεταξύ των Τούρκων και ως ο «Κανουνί», που, στα τουρκικά, σημαίνει νομοθέτης (από την ελληνική λέξη «κανόνας»). 

    Στον δέκατο έκτο αιώνα, ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α´ ο Μεγαλοπρεπής σηματοδότησε την κορύφωση του οθωμανικού μεγαλείου, αλλά συγχρόνως έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από ένα σημείο και πέρα, κουρασμένος από εκστρατείες και διοικητικά καθήκοντα, ο Σουλεϊμάν άρχισε να αποσύρεται όλο και περισσότερο από τις δημόσιες υποθέσεις προκειμένου να απολαύσει ηδονές, μεταξύ των οποίων και το χαρέμι του, μεταβιβάζοντας όλο και μεγαλύτερες πολιτικές ευθύνες στον μέγα βεζίρη (αναπληρωτή του και πρωθυπουργό). Όμως, παρ’ ότι ο μέγας βεζίρης διέθετε την τυπική πολιτική νομιμοποίηση για να αντικαθιστά τον σουλτάνο, δεν διέθετε την ανάλογη ουσιαστική πολιτική αποδοχή εκ μέρους των κοινωνικών τάξεων και των επιμέρους ομάδων δύναμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνεπακόλουθη διάκριση μεταξύ πολιτικής νομιμοφροσύνης και κεντρικής εξουσίας υπονόμευσε την ικανότητα της οθωμανικής κυβέρνησης να επιβάλλει τη θέλησή της. 

    Επί πλέον, από τα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα και μετά, ο οθωμανικός θεσμός του «παιδομαζώματος» («ντεβσιρμέ») υπερέβη σε δύναμη την τουρκική αριστοκρατία, και πολλά από τα τιμάρια που προηγουμένως ανήκαν σε μέλη της τουρκικής αριστοκρατίας, η οποία συντηρούσε το οθωμανικό ιππικό, κατελήφθησαν από γενίτσαρους, οι οποίοι τα μετέτρεψαν σε μεγάλα ιδιωτικά τσιφλίκια. Η προαναφερθείσα εξέλιξη είχε ως συνέπειες, πρώτον, να στερείται το οθωμανικό κράτος υπηρεσίες και έσοδα που θα μπορούσε να καρπώνεται αν τα τσιφλίκια των γενίτσαρων αποτελούσαν φορολογήσιμα αγροκτήματα και, δεύτερον, να αποδυναμωθεί η τάξη των σπαχήδων (παραδοσιακών μελών του οθωμανικού ιππικού). Επειδή οι σουλτάνοι δεν μπορούσαν πλέον να επιβάλλουν μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του θεσμού του παιδομαζώματος και της παραδοσιακής τουρκικής αριστοκρατίας, η τάξη του παιδομαζώματος χρησιμοποιούσε την κυβέρνηση προς ίδιον όφελος, δημιούργησε ένα δικό της δίκτυο διαφθοράς, και, σταδιακώς, διασπάστηκε σε επιμέρους ομάδες συμφερόντων, καθεμιά από τις οποίες δημιουργούσε τη δική της ομάδα πίεσης (λόμπι) μέσα στα οθωμανικά ανάκτορα.  

    Επί πλέον των προαναφερθέντων, ένας ακόμη λόγος που συνέβαλε αποφασιστικώς στην παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του δεκάτου έκτου και του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι σοβαρές οικονομικές δυσκολίες άρχισαν στα τέλη του δεκάτου έκτου αιώνα, όταν οι Ολλανδοί και οι Βρετανοί έκλεισαν εντελώς τις παλαιές οδούς του διεθνούς εμπορίου διά μέσου της Μέσης Ανατολής, προκαλώντας την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου στις οθωμανικές επαρχίες της Μέσης Ανατολής. Η οθωμανική οικονομία επλήγη περαιτέρω από την άνοδο του πληθωρισμού, η οποία προκλήθηκε, πρώτον, λόγω της αύξησης της εισροής πολύτιμων μετάλλων στην Ευρώπη από την Αμερική και, δεύτερον, λόγω της αύξησης της εμπορικής ανισορροπίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής.

   Τέλος, τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες στις οποίες βρέθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία  στον δέκατο έκτο και στον δέκατο έβδομο αιώνα επιδείνωσε η έκρηξη κοινωνικών αναταραχών στο εσωτερικό της. Εκείνες οι κοινωνικές αναταραχές οφείλονταν τόσο στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και στη σταδιακή εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας μεταξύ των υπόδουλων εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

    Το 1681, καθώς ο οθωμανικός στρατός παρέμενε ακόμη ισχυρός, ο Μέγας Βεζίρης Μερζιφονλού Καρά Μουσταφά Πασά (Merzifonlu Kara Mustafa Paşa) εκστράτευσε εναντίον της κεντρικής Ευρώπης, και, το 1683, πολιόρκησε τη Βιέννη. Το εγχείρημά του σύντομα αποδείχθηκε ότι υπερέβαινε το εύθραυστο υπόβαθρο της οθωμανικής δύναμης, και όχι μόνο οδήγησε σε ήττα των Οθωμανών από τους αμυνόμενους Ευρωπαίους αλλά και προκάλεσε την οικοδόμηση μιας μεγάλης ευρωπαϊκής συμμαχίας η οποία αποφάσισε να επιφέρει τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του δεκάτου ογδόου αιώνα. Εξ ου και προέκυψε το «Ανατολικό Ζήτημα», όπως έχει αποκληθεί η διαχείριση της παρακμής και της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ μέρους των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. 

 

Η βαλκανική διάσταση τού Ανατολικού Ζητήματος

    Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Βρετανός Βασιλέας Εδουάρδος Ζ´ (Edward VII) βασίλευε επάνω σε μια αχανή αυτοκρατορία η οποία είχε συμφέροντα σε κάθε μέρος του κόσμου και εκπροσωπούσε έναν πολιτισμό ο οποίος πλέον καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τα συμφέροντα και τις αντιλήψεις μιας εμπορικής και τοκογλυφικής κοινωνικής τάξης. Η Ινδία γινόταν όλο και σημαντικότερη γεωπολιτικώς για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, διότι η Ινδία ήταν ο δεύτερος πυλώνας της βρετανικής ισχύος στο διεθνές σύστημα. Η δυνατότητα της Μεγάλης Βρετανίας να μεταφέρει στρατιωτικές δυνάμεις στην Ινδία και να μετακινεί αποτελεσματικά τον ινδικό στρατό ήταν ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου η Μεγάλη Βρετανία να μπορεί να προβάλλει την ισχύ της και να επεκτείνει τα συμφέροντά της σε παγκόσμια κλίμακα. Επίσης, σε αυτό το πλαίσιο, η Διώρυγα του Σουέζ διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο. Εξ ου και η Μεγάλη Βρετανία ήθελε οπωσδήποτε η Διώρυγα του Σουέζ να παραμείνει ασφαλής και διαθέσιμη για την εξυπηρέτηση της βρετανικής γεωστρατηγικής. Με αυτούς τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς και στρατηγικούς στόχους κατά νου, η Μεγάλη Βρετανία έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή Μεγάλη Δύναμη που δημιούργησε σημαντικά γεωπολιτικά κρηπιδώματα στη Μέση Ανατολή, και αντιμετώπιζε τη Μέση Ανατολή ως τη δυτική πλευρά της βρετανοκρατούμενης Ινδίας. 

    Στις αρχές του εικοστού αιώνα, τα σημαντικότερα γεωπολιτικά κρηπιδώματα της Μεγάλης Βρετανίας στη Μέση Ανατολή ήταν τα πριγκιπάτα που βρίσκονταν στον Περσικό Κόλπο και στο Άντεν και η Αίγυπτος. Η Μεγάλη Βρετανία είχε προσαρτήσει την Αίγυπτο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1882, και, όταν η Αίγυπτος έγινε ένα βρετανικό προτεκτοράτο, το 1914, το Κάιρο ήταν ήδη το κέντρο της βρετανικής ισχύος στη Μέση Ανατολή. Η παρουσία των βρετανικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων στην περιοχή ήταν ζωτικής γεωστρατηγικής σημασίας, διότι ο Οθωμανός Σουλτάνος Μεχμέντ Ε´ Ρεσάντ (Mehmed Reşad) ήταν σύμμαχος του σημαντικότερου αντιπάλου της Μεγάλης Βρετανίας, δηλαδή, της Γερμανίας. Η Γερμανία, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσαν τη συμμαχία των κεντροευρωπαϊκών Δυνάμεων, και εναντίον τους είχε διαμορφωθεί μια άλλη συμμαχία Μεγάλων Δυνάμεων, η οποία αποτελούνταν από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. 

    Ο Οθωμανός σουλτάνος, από την Κωνσταντινούπολη/Ιστανμπούλ, βασίλευε επάνω στα τελευταία υπολείμματα των παλαιών μεγάλων ισλαμικών αυτοκρατοριών. Η μοίρα, όμως, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σφραγίστηκε από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914. Στη δυτική Ευρώπη, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία προσπαθούσαν να περιορίσουν την περαιτέρω αύξηση της γερμανικής ισχύος. Στην ανατολική Ευρώπη, η Ρωσία πολεμούσε εναντίον της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας. 

    Οι νέες τεχνολογίες που είχαν ενσωματωθεί στις ένοπλες δυνάμεις των αντιμαχόμενων πλευρών και ιδίως της Γερμανίας καθιστούσαν τον πόλεμο όλο και μακρύτερο χρονικώς και πιο καταστροφικό από πλευράς απωλειών. Υπό αυτές τις συνθήκες, και καθώς η Μεγάλη Βρετανία συνειδητοποίησε ότι υπήρχαν σημαντικές πιθανότητες να ηττηθεί από τη Γερμανία, ο Βρετανός πρωθυπουργός Άσκουιθ (Asquith), ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Γκρέι (Lord Grey), ο Βρετανός υπουργός Πολέμου Λόρδος Κίτσενερ (Lord Kitchener) και ο Πρώτος Λόρδος του Βρετανικού Ναυαρχείου Γουίνστον Τσόρτσιλ (Winston Churchill) επινόησαν μια πολύπλοκη στρατηγική για να υπονομεύσουν τη συμμαχία των κεντροευρωπαϊκών Δυνάμεων. Συγκεκριμένα, αυτή η νέα βρετανική στρατηγική περιλάμβανε κυρίως την επίθεση στο μαλακό υπογάστριο της συμμαχίας των κεντροευρωπαϊκών Δυνάμεων, δηλαδή, στην Τουρκία, μέσω της χειραγώγησης των εθνικιστικών κινημάτων τόσο των ίδιων των Τούρκων όσο και διαφόρων άλλων εθνοτικών κοινοτήτων που ήταν ακόμη υποτελείς στον Οθωμανό σουλτάνο στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Εξ ου και, στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεγάλη Βρετανία εφάρμοσε μια πολιτική διπροσωπίας παρέχοντας αντιφατικές μεταξύ τους υποσχέσεις και στηρίξεις στο Κίνημα των Νεότουρκων και στα εθνικιστικά κινήματα Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών, Αράβων και Εβραίων, με το σκεπτικό ότι η Μεγάλη Βρετανία χρειαζόταν να εξασφαλίσει όσο το δυνατό περισσότερους συμμάχους για να κερδίσει τον πόλεμο εναντίον των αντιπάλων της, και, αφού θα κέρδιζε τον πόλεμο, θα αποφάσιζε, στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, ποιες από τις προπολεμικές υποσχέσεις προς τους συμμάχους της θα τηρούσε, ανάλογα με την εκ νέου εκτίμηση των συμφερόντων της στο πλαίσιο των μεταπολεμικών συνθηκών.  

    Στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολή, στα τέλη του δεκάτου ενάτου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, διάφορες τεκτονικές Στοές χρησιμοποιήθηκαν συστηματικώς από Μεγάλες Δυνάμεις του διεθνούς συστήματος ως εργαλεία για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής αναφορικώς με το Ανατολικό Ζήτημα. Το 1908, η Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο (Committee for Union and Progress), γνωστή περισσότερο ως οι «Νεότουρκοι» («Young Turks»), πραγματοποίησε ένα πραξικόπημα, ανέτρεψε τον Οθωμανό Σουλτάνο και κατέλαβε την εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αφού κατέλαβαν την εξουσία, οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν μια επιθετική εθνικιστική πολιτική καταστολής όλων των μη-τουρκικών μειονοτήτων. Μέσα σε τέσσερα έτη, οι αντιμειονοτικές εκστρατείες τους πυροδότησαν τους Βαλκανικούς Πολέμους της περιόδου 1912–13 μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη μια πλευρά, και της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου από την άλλη. Το 1914, αυτοί οι πόλεμοι πυροδότησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και η Τουρκία συμμάχησε με τη Γερμανία. 

    Όταν οι Νεότουρκοι κατέλαβαν την εξουσία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιλάμβανε ακόμη τη Συρία, το Ιράκ, την Ιορδανία, την Παλαιστίνη και την Αραβική Χερσόνησο, περιλαμβανομένων της Μέκκας και της Μεδίνας. Όμως, μέσα σε επτά έτη από όταν ανήλθαν στην εξουσία, οι Νεότουρκοι κατέστρεψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατήργησαν το Χαλιφάτο. Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν χειραγωγήσει κάθε εθνικιστική ομάδα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τόσο τους Νεότουρκους όσο και τους αντιπάλους τους, επειδή η Μεγάλη Βρετανία αποσκοπούσε στο να διαδραματίσει τον προεξάρχοντα ρόλο στη διαχείριση της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να εξαλείψει το Χαλιφάτο και να γίνει η ίδια η ηγετική δύναμη που θα καθοδηγούσε την ενσωμάτωση της μετα-οθωμανικής Μέσης Ανατολής στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και στη νεοτερικότητα. 

    Οι Νεότουρκοι ανήλθαν στην εξουσία διακηρύσσοντας τις αρχές της δημοκρατίας και του φιλελεύθερου εθνικισμού και νεοτερικές αξίες, αλλά σύντομα υιοθέτησαν τη ρητορική του Παντουρκισμού και ύψωσαν το λάβαρο ενός πανισλαμικού κράτους. Όμως, ούτε η ιδεολογία του Παντουρκισμού ούτε το όραμα ενός πανισλαμικού κράτους δημιουργήθηκε αρχικώς από τους Νεότουρκους. Η ιδεολογία του Παντουρκισμού, που υιοθέτησαν οι Νεότουρκοι, δημιουργήθηκε αρχικώς από έναν Ούγγρο σιωνιστή λόγιο ο οποίος ονομαζόταν Άρμιν Βάμπιρι (Ármin Vámbéry, 1832–1913). Ο Βάμπιρι έγινε σύμβουλος του Οθωμανού Σουλτάνου, και μυστικώς εργαζόταν για το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών και ιδίως για τον Λόρδο Πάλμερστον (Lord Palmerston), ο οποίος κυριάρχησε στη βρετανική εξωτερική πολιτική κατά το χρονικό διάστημα 1830–65. Ο Βάμπιρι προσπάθησε να διαμεσολαβήσει για τη σύναψη μιας συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ του ηγέτη του Σιωνιστικού Κινήματος, Τέοντορ Χερτσλ (Theodor Herzl), και του Οθωμανού Σουλτάνου. Το όραμα των Νεότουρκων περί ενός πανισλαμικού κράτους δημιουργήθηκε αρχικώς από τον Βρετανό κατάσκοπο, οριενταλιστή και διακεκριμένο ελευθεροτέκτονα Γουίλφριντ Σκέιουεν Μπλαντ (Wilfrid Scawen Blunt). Ο Μπλαντ υποστήριξε τη χειραγώγηση του Ισλάμ από τη Μεγάλη Βρετανία με σκοπό τη γεωστρατηγική περικύκλωση και οριοθέτηση της Ρωσίας, και, με αυτόν τον σκοπό, διαχειριζόταν τον αλ-Αφγκάνι (al-Afghani), ιδρυτή του ισλαμικού ρεύματος του Σαλαφισμού και επίσης διακεκριμένου παράγοντα του Ελευθεροτεκτονισμού της Αιγύπτου. 

    Ενώ οι Νεότουρκοι εφάρμοζαν την παντουρκική και πανισλαμική στρατηγική τους, η Μεγάλη Βρετανία υποστήριζε συγχρόνως αντιτουρκικά εθνικιστικά απελευθερωτικά κινήματα μέσα στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική «διαίρει και βασίλευε» και να αντισταθμίσει τις αυτονομιστικές τάσεις των Νεότουρκων και τη συνεργασία τους με τη Γερμανία. Οι κύριοι επιχειρησιακοί αξιωματικοί των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών οι οποίοι διαχειρίστηκαν τα ανταγωνιζόμενα βαλκανικά εθνικιστικά κινήματα ήταν οι εξής: ο Όμπρι Χέρμπερτ (Aubrey Herbert), ο οποίος έλεγχε τους Νεότουρκους και τους Αλβανούς· ο Νόελ Μπάξτον (Noel Buxton), ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του Όμπρι Χέρμπερτ και έλεγχε τους Βουλγάρους, ενώ είχε σημαντική επιρροή και στη Σερβία· ο Τζέιμς Ντέιβιντ Μπουρσιέρ (James David Bourchier) και ο Άρθουρ Έβανς (Arthur Evans), οι οποίοι έλεγχαν τους Έλληνες· και ο Ρόμπερτ Γουίλιαμ Σίτον-Γουάτσον (Robert William Seton-Watson), ο οποίος έλεγχε τους Σέρβους και διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο στην ενθάρρυνση της διάσπασης της Αυστροουγγαρίας και στη δημιουργία της Τσεχοσλοβακίας και της Γιουγκοσλαβίας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά από αυτόν. Ο Όμπρι Χέρμπερτ ήταν υιός του Χένρι Χάουαρντ Μόλινιου Χέρμπερτ 4ου Κόμη του Καρνάρβον (Henry Howard Molyneux Herbert, 4th Earl of Carnarvon), ο οποίος επιτηρούσε επισήμως τον βρετανικό Ελευθεροτεκτονισμό για λογαριασμό του Βασιλέα Εδουάρδου Ζ´, καθώς ο Χένρι Χάουαρντ Μόλινιου Χέρμπερτ διετέλεσε Πρόσθετος Μέγας Διδάσκαλος της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας από το 1874 έως το 1890. Ο έλεγχος των Νεότουρκων από τον Όμπρι Χέρμπερτ βασιζόταν στη συστηματική χρήση ελευθεροτεκτονικών θεσμών, καθώς μάλιστα ο ιδρυτής του κινήματος των Νεότουρκων ήταν ένας Ιταλοεβραίος υψηλόβαθμος ελευθεροτέκτων ο οποίος ονομαζόταν Εμμανουήλ Καράσο (Emmanuel Carasso). Ο Καράσο γεννήθηκε στην οθωμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη το 1862, ανήκε στη διακεκριμένη σεφαρδιτική ιουδαϊκή οικογένεια Καράσο και εργάστηκε ως δικηγόρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης, ο Καράσο ήταν ένας ανώτατος αξιωματούχος της ιουδαϊκής παρατεκτονικής αδελφότητας Μπενέ Μπερίτ (B’nai B’rith) και ο αρχηγός της ιταλικής τεκτονικής Στοάς «Αναστημένη Μακεδονία» («Macedonia Risorta»), η οποία ιδρύθηκε και λειτουργούσε στην οθωμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη υπό την προστασία του ιταλικού προξενείου (το ιταλικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη παρείχε άσυλο στους Νεότουρκους ακτιβιστές οι οποίοι διώκονταν από την οθωμανική αστυνομία επειδή αμφισβητούσαν την εξουσία του Οθωμανού Σουλτάνου). Η Στοά «Αναστημένη Μακεδονία» αποτελούσε το de facto διευθυντήριο των Νεότουρκων, και όλα τα κορυφαία ηγετικά μέλη των Νεότουρκων ανήκαν σε εκείνη τη Στοά (βλ. Mazower, Mark, Salonica: City of Ghosts, Christians, Muslims and Jews

1430–1950, London: HarperCollins, 2004).

    Ένας από τους σημαντικότερους συνεργάτες του Καράσο ήταν ο Ρωσοεβραίος Αλεξάντερ Χέλφαντ (Alexander Helphand), του οποίου το πραγματικό ονοματεπώνυμο ήταν Ίσραελ Λαζάρεβιτς Γκέλφαντ (Israel Lazarevich Gelfand), και ο οποίος ήταν ευρύτερα γνωστός με το όνομα Πάρβους (Parvus). Ο Πάρβους ήταν ένας αμφιλεγόμενος ακτιβιστής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας και ένας από τους κύριους χρηματοδότες των ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και του 1917. Λίγο μετά από το 1905, ο Πάρβους εγκαταστάθηκε στην Τουρκία, όπου εργάστηκε ως ο οικονομικός αρχισυντάκτης της εφημερίδας Η Τουρκική Πατρίδα (The Turkish Homeland), η οποία υποστήριζε την παράταξη των Νεότουρκων. Ο Πάρβους συνεταιρίστηκε επιχειρηματικώς με τον Καράσο στο εμπόριο δημητριακών, και ασχολήθηκε και με το εμπόριο όπλων, προμηθεύοντας όπλα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Αργότερα, ο Πάρβους επέστρεψε στην Ευρώπη, όπου φρόντισε για τη μυστική μεταφορά του ηγέτη των μπολσεβίκων, Βλαντίμιρ Λένιν (Vladimir Lenin), στη Ρωσία με τραίνο το 1917. 

    Στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1910 και του 1920, το σημαντικότερο πολιτικό κεφάλαιο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ως ο αρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας επτά φορές μεταξύ του 1910 και του 1933. Μυήθηκε στον Ελευθεροτεκτονισμό στη Στοά «Αθηνά» υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, και, μέσω αγγλικών τεκτονικών και πολιτικών διαύλων, γαλουχήθηκε με τη φιλελεύθερη εθνικιστική ιδεολογία (βλ. το αντίστοιχο λήμμα στην επίσημη ιστοσελίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος: http://www.grandlodge.gr/venizelos-eleytherios-w-53438.html). 

    Το 2005, η βρετανική κυβέρνηση επέτρεψε τη δημοσίευση μιας σειράς εγγράφων που προηγουμένως ήταν άκρως απόρρητα υπό τον τίτλο Τα Αρχεία του Τμήματος του Μόνιμου Υπογραμματέα: Σύνδεσμος Μεταξύ του Υπουργείου Εξωτερικών και των Βρετανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, 1873–1939 (The Records of the Permanent Under-Secretary’s Department: Liaison Between the Foreign Office and British Secret Intelligence, 1873–1939). Στα προαναφερθέντα κρατικά βρετανικά αρχεία, περιλαμβάνεται μια «καυτή» ιστορία η οποία αφορά στις δραστηριότητες του Βρετανού κατασκόπου και εμπόρου όπλων σερ Μπάζελ Ζαχάροφ (Sir Basil Zaharoff), ο οποίος είχε γίνει γνωστός ως «ο Έμπορος του Θανάτου» («the Merchant of Death») και είχε χαρακτηριστεί ως «ο πιο φαύλος άνθρωπος στην Ευρώπη» («the wickedest man in Europe»). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα βρετανικά κρατικά αρχεία, ο σερ Μπάζελ Ζαχάροφ, ο οποίος ήταν ελληνικής καταγωγής, ήταν ο κύριος οικονομικός υποστηρικτής («σπόνσορας») και διαχειριστής του Ελευθέριου Βενιζέλου εκ μέρους του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, και, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έπεισε τον Βενιζέλο να αγωνιστεί εναντίον του φιλογερμανικού λόμπι που δρούσε στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο και να οδηγήσει την Ελλάδα στην πλευρά των δυνάμεων της Αντάντ (Entente), όπως ονομάστηκε η συμμαχία μεταξύ της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας (Foreign and Commonwealth Office, The Records of the Permanent Under-Secretary’s Department: Liaison Between the Foreign Office and British Secret Intelligence, 1873–1939, U.K.: FCO Historians, March 2005, online: https://issuu.com/fcohistorians/docs/therecordsofthepermanentundersecret).

    Κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών δεκαετιών του εικοστού αιώνα, η Γερμανία δημιούργησε πολύ ισχυρά δίκτυα κατασκοπείας και πολιτικής επιρροής στην Ελλάδα. Ένα από τα σημαντικότερα μέλη του φιλογερμανικού λόμπι στην Ελλάδα ήταν ο Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος ήταν ένας υψηλόβαθμος ελευθεροτέκτων της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, και, μάλιστα, διετέλεσε Σεβάσμιος Διδάσκαλος της Στοάς «Ησίοδος» υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος κατά το χρονικό διάστημα 1912–13 (βλ. το αντίστοιχο λήμμα στην επίσημη ιστοσελίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος: http://www.grandlodge.gr/metaxas-ioannis-w-45559.html). Το 1915, ο Μεταξάς μαζί με τον Γεώργιο Στρέιτ (διακεκριμένο Έλληνα διπλωμάτη, πολιτικό και ακαδημαϊκό), τον Σοφοκλή Δούσμανη (ναύαρχο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού) και τη Βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας (κόρη του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ´ της Γερμανίας και αδελφή του Αυτοκράτορα Βίλχελμ Β´ της Γερμανίας) συγκρότησαν ένα ισχυρό φιλογερμανικό δίκτυο για τον επηρεασμό του Βασιλέα Κωνσταντίνου Α´ της Ελλάδας και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτόν τον λόγο, τον Αύγουστο του 1916, ύστερα από αιτήματα της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, ο Έλληνας Βασιλέας Κωνσταντίνος Α´ αναγκάστηκε να απομακρύνει τον Μεταξά από το γενικό επιτελείο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Επίσης, το 1916, μετά από τη δικτατορική επιβολή της φιλοβενιζελικής «Κυβερνήσεως Εθνικής Αμύνης» και την εκθρόνιση του Έλληνα Βασιλέα, η Αντάντ (Entente), ενεργώντας ως επικυρίαρχος της Ελλάδας, απέστειλε προς τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο πολιτικώς ανεπιθύμητων βασιλοφρόνων με το αίτημα να εξοριστούν. Σε εκείνον τον κατάλογο, περιλαμβανόταν και ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος, το 1917, εξορίστηκε στην Ιταλία.

    Ωστόσο, μέσω του Ελευθεροτεκτονισμού και φασιστικών πολιτικών δικτύων, ο Μεταξάς μπόρεσε να δημιουργήσει ένα σύστημα προστασίας του ίδιου και των πολιτικών φίλων του στην Ιταλία. Μετά από την παλινόρθωση του Έλληνα Βασιλέα και των βασιλοφρόνων πολιτικών στην Ελλάδα, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα, και, μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ίδρυσε το φασιστικό κόμμα των «Ελευθεροφρόνων». 

    Αξίζει να σημειωθεί ότι, τον Νοέμβριο του 1922, μετά από την ήττα των Ελλήνων από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία, επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα υπό την ηγεσία τριών βενιζελικών στρατιωτικών: του συνταγματάρχη Νικόλαου Πλαστήρα, του συνταγματάρχη Στυλιανού Γονατά και του αντιπλοίαρχου Δημήτριου Φωκά. Η δικτατορία Πλαστήρα–Γονατά–Φωκά οδήγησε σε δίκη τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Συγκεκριμένα, παραπέμφθηκαν σε δίκη, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ο Δημήτριος Γούναρης (αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός κατά τη χρονική περίοδο 1921–22), ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922), ο Νικόλαος Στράτος (πρωθυπουργός το 1922, μόνο για μερικές ημέρες, και υπουργός Εσωτερικών το 1922), ο Γεώργιος Μπαλτατζής (υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), ο Νικόλαος Θεοτόκης (υπουργός Στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), ο Γεώργιος Χατζανέστης (διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης), ο Μιχαήλ Γούδας (υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη) και ο Ξενοφών Στρατηγός (υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη). Όπως γράφει ο βενιζελικός στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, στον δεύτερο τόμο των Απομνημονευμάτων του, εκτός από τους βενιζελικούς που υποστήριξαν την εκτέλεση των προαναφερθέντων έξι πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων, ο Ιώαννης Μεταξάς υπέδειξε στη δικτατορική κυβέρνηση Πλαστήρα–Γονατά–Φωκά ότι οι προαναφερθέντες έξι πολιτικοί και στρατιωτικοί έπρεπε να δικαστούν πριν γίνουν εκλογές για την Εθνοσυνέλευση, και, παρασκηνιακώς, άσκησε σημαντική πολιτική επιρροή υπέρ της εκτέλεσής τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο Μεταξάς αποσκοπούσε στο να εξαλείψει τις παλαιές συντηρητικές ελίτ, προκειμένου να ηγηθεί ο ίδιος στην αντιβενιζελική παράταξη και να τη στρέψει ιδεολογικώς από τον αστικό συντηρητισμό στον φασισμό. 

    Τελικώς, μετά από μια μακρά χρονική περίοδο πολιτικής αστάθειας, ο Μεταξάς, σε συνεργασία με τον Βασιλέα Γεώργιο Β´ των Ελλήνων, επίσης ελευθεροτέκτονα, επέβαλε ένα δικτατορικό καθεστώς στις 4 Αυγούστου 1936. Ο Βασιλέας Γεώργιος Β´ των Ελλήνων μυήθηκε στον Ελευθεροτεκτονισμό στο Λονδίνο υπό την αιγίδα της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας, και διετέλεσε προϊστάμενος («Σοφώτατος Ηγεμόνας») του Ροδοσταυρικού Περιστυλίου «Conjuncta» υπ’ αριθμόν 212 υπό την αιγίδα του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου βαθμού του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Τύπου για την Αγγλία, και, το 1942, προήχθη στον 32ο βαθμό από το Ύπατο Συμβούλιο του 33ου βαθμού του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Τύπου για την Αγγλία. 

    Αναφορικώς με τις τεκτονικές δραστηριότητες του Βασιλέα Γεώργιου Β´ των Ελλήνων, ο διακεκριμένος ελευθεροτέκτων και ερευνητής Τζον Μάντλεμπεργκ (John Mandleberg), Επίτιμος Ιστορικός του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου Βαθμού του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Τύπου για την Αγγλία και την Ουαλία, έχει γράψει τα εξής:

 

Ο Βασιλέας Γεώργιος Β´ των Ελλήνων ήταν ένας ΠΜΣΗ [Πρώην Μέγας Σοφότατος Ηγεμόνας] του Περιστυλίου Conjuncta υπ’ αριθμόν 212. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1937 το Ύπατο Συμβούλιο έλαβε μια επιστολή από εκείνον με την οποία «αποδεχόταν την πρόσκληση να προαχθεί στον 30ό κατά την επιστροφή του στην Αγγλία», και αυτός τού απονεμήθηκε στο τέλος της Συνεδρίας του Υπάτου Συμβουλίου στις 15 Δεκεμβρίου 1938. Τον Φεβρουάριο του 1942 εκλέχθηκε στον 32ο στον οποίο προήχθη στις 5 Μαρτίου. Την 1η Σεπτεμβρίου 1942 έγραψε προς το Ύπατο Συμβούλιο «εκφράζοντας τις ευχαριστίες του για τα διάσημα που του προσφέρθηκαν». 

 

Γενικώς, η ζωηρότητα των τεκτονικών δραστηριοτήτων μοναρχών και πολιτικών ηγετών στις παραμονές και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υποδηλώνει τη βαθιά αν και μυστική πολιτικοποίηση των νεοτερικών ελευθεροτεκτονικών θεσμών και δικτύων, που τότε έπαιζαν και τον ρόλο που σήμερα παίζουν αυτοτελώς τα think-tanks και οι ιδιωτικές αποκλειστικές, πολιτικο-οικονομικές λέσχες (εξ ου και μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επήλθε μια σταδιακή συρρίκνωση του πολιτικού και πολιτιστικού ρόλου του Ελευθεροτεκτονισμού, καθώς μεγάλο μέρος των παλαιών του δραστηριοτήτων μεταβιβάστηκε και αναλήφθηκε πλέον από αυτοτελείς δεξαμενές σκέψης και ιδιωτικές αποκλειστικές, πολιτικο-οικονομικές λέσχες). 

    Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η οποία επιβλήθηκε στις 4 Αυγούστου 1936 από τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά σε συνεργασία με τον Βασιλέα Γεώργιο Β´, δημιούργησε ένα ισχυρό και αυταρχικό κρατικό σύστημα βασισμένο σε μια σύνθεση του κεντροευρωπαϊκού αναπτυξιακού προτύπου και του φασισμού από τη μια πλευρά (που εκπροσωπούσε κυρίως ο Μεταξάς) με τη βρετανική πολιτική οικονομία και διπλωματία από την άλλη πλευρά (που εκπροσωπούσαν κυρίως ο Βασιλέας Γεώργιος Β´ και η πλειοψηφία των νεοελληνικών ελίτ). Εξαιτίας της προαναφερθείσας πολιτικής σύνθεσης και μιας σειράς διεθνών εξελίξεων (όπως η επίθεση της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας), το 1940―παρ’ ότι ο Μεταξάς ήταν γερμανόφιλος και ακολουθούσε μια ουδέτερη εξωτερική πολιτική, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας―το καθεστώς Μεταξά συντάχθηκε με την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας. 

 

*Ο Δρ. Νικόλαος Λάος είναι φιλόσοφος και μαθηματικός, εργάζεται ως σύμβουλος και εκπαιδευτής σε θέματα μαθηματικού μοντελισμού και νοοπολιτικής, και έχει ερευνήσει τα ζητήματα της γεωπολιτικής του Ελευθεροτεκτονισμού στα οποία αναφέρεται τόσο ως ακαδημαϊκός ερευνητής όσο και ως τέκτων, ενεργό-εκτελεστικό μέλος τού 33ου βαθμού του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου του Ordine Massonico Tradizionale Italiano (Ρώμη, Ιταλία). Είναι συγγραφέας του εκδοτικού οίκου Nova Science Publishers σε θέματα μαθηματικών και φιλοσοφίας (Νέα Υόρκη):
https://novapublishers.com/shop/a-course-of-philosophy-and-mathematics-toward-a-general-theory-of-reality/

 

Υδρόγειος

  • Εκλογές -νίκη του ρωσικού εθνικισμού

    Τα δυτικά ΜΜΕ εξακολουθούν να μεταφέρουν μια άκρως παραμορφωτική εικόνα για το τι συμβαίνει στη Ρωσία. Η νίκη του Πούτιν, ενός αδιαμφισβήτητα σκληρού αυταρχικού ηγέτη με το τρομακτικό  88% χρήζει σοβαρών αναλύσεων, όπως και η τεράστια συμμετοχή που...

  • Επίδειξη ισχύος με κοινά γυμνάσια Ρωσίας, Κίνας και Ιράν

    Επίδειξη δύναμης σε μια κομβική περιοχή του κόσμου  θα κάνουν η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν με την πραγματοποίηση κοινών  αεροναυτικών γυμνασίων στον Κόλπο του Ομάν και την Αραβική Θάλασσα έγινε γνωστό την Δευτέρα 11 Μαρτίου.

  • Η Κίνα υπέρ της Παλαιστίνης, η πείνα σκοτώνει στη Γάζα

    Είναι ντροπή για τον ανθρώπινο πολιτισμό όσα συμβαίνουν στη Γάζα εδώ και μήνες, αλλά το έγκλημα συνεχίζεται. Πάντως, μια ισχυρή παρέμβαση υπέρ της Παλαιστίνης έκανε η Κίνα, τροφοδοτώντας με νέα δυναμική την αντίσταση κατά του Ισραήλ.

  • Ποιος θα δικάσει τους εγκληματίες του Ισραήλ;

         Του Στράτου ΒαλτινούΜακελειό  με 112 νεκρούς στη Βόρεια Γάζα όταν οι ισραηλινές δυνάμεις εισβολής και κατοχής, άρχισαν να πυροβολούν τυφλά εναντίον αθώων ανθρώπων που λιμοκτονούν. Οι δηλώσεις καταδίκης αξιωματούχων της Δύσης είναι υποκριτικές και...